«Ἄν ὁ ἄνθρωπος ρίξη τό βάρος ἐπάνω του, βρίσκει ἀνάπαυσι. Τήν στιγμή πού θά τό ρίξη στόν ἄλλον, θά βρῆ ταραχή μέσα του».
Μέγας Ἀντώνιος
ΟΜΙΛΙΑ Ι΄
Εὐλογημένα μου παιδιά,
Λέγουν οἱ πατέρες ὅτι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μπλεγμένη μέ τίς ρίζες τῶν παθῶν, πού εἶναι ἀκανθώδεις, καί τήν ἔχουν «γαντζώσει» γιά τά καλά. Μόλις λοιπόν, ἐπιχειρήση ὁ ἄνθρωπος μέ τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ νά ξερριζώση ἕνα πάθος (οὐσιαστικά νά μεταμορφώση ἕνα πάθος), νά ἀρχίση νά βγάζη τά ριζίδια, νά τά πιάνη μέ τήν τσιμπίδα καί νά τά τραβάη, ξερριζώνοντας τό πάθος σκίζει καί τήν καρδιά! Σχιζόμενη δέ ἡ καρδιά βγάζει αἷμα καί πονάει. Ἄν δέν κάνη ὁ ἄνθρωπος ὑπομονή στόν πόνο, σταματάει ἐκεῖ καί ἐγκαταλείπει τόν ἀγῶνα καί μένει ἐμπαθής καί ἁμαρτωλός. Ἄν ὅμως κάνη ὑπομονή στόν πόνο, τήν βγάζει τή ρίζα τοῦ πάθους καί ἀπαλλάσσεται.
Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἅγιοι πατέρες μέ τήν ἄσκησί τους, μέ τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προσευχή κ.λ.π. ἀγωνίστηκαν καί πίεσαν τόν ἑαυτό τους καί ξερρίζωσαν σιγά -σιγά τίς ριζίτσες τῶν παθῶν· μία – μία τίς ἔβγαλαν καί ἔφθασαν στήν ἀπάθεια.
Καί μετά δέν ἐπολεμοῦντο οὔτε ἀπό ὑπερηφάνεια, οὔτε ἀπό κενοδοξία, οὔτε ἀπό φθόνο, οὔτε ἀπό λογισμούς βρώμικους, οὔτε ἀπό μῖσος κ.ἄ.
Βλέπουμε τούς ἁγίους νά κάνουνε θαύματα καί νά μήν ὑπερηφανεύωνται καθόλου. Καί λές: «Μά, πῶς δέν ὑπερηφανεύοντο αὐτοί οἱ ἄνθρωποι· ἐμεῖς τό παραμικρό κάνουμε καί ὤπ! φουντώνει τό κερατάκι καί μοῦ λέγει: “ Ὤ, εἶσαι μεγάλος, εἶσαι τρανός, ἐσύ ἔκανες αὐτό τό ἔργο, πού ἄλλος δέν τό κάνει· ἐσύ ὅμως τό κάνεις! Κοίταξε ἐσύ εἶσαι πιό φωτισμένος, ἐσύ ἔχεις πιό πολλή ἀγωνιστικότητα” κ.λ.π.». Καί σοῦ φουσκώνει τώρα τό «ἐγώ» καί προσπαθεῖ ὁ διάβολος αὐτός νά σοῦ κλέψη τό κέρδος τῆς προσπάθειας πού ἔκανες. Ὅταν κενοδοξῆ ὁ ἄνθρωπος γιά τό ἔργο πού κάνει, χάνει τό μισθό του. Μένει ἡ ἐξωτερική πρᾶξι. Ἄν μετανοιώση, ξαναπαίρνει τό κέρδος. Ἀλλά πῶς θά πάρη τό κέρδος; Μέ τήν αὐτομεμψία, μέ τήν αὐτοκατηγορία.
