Τί άραγε υπάρχει στις τέσσερις γωνιές της γης, θνητέ άνθρωπε, το οποίο μπορεί να μας κάνει περήφανους, παρεκτός ανοησίες και δαιμονικές ψευδαισθήσεις;
Μήπως δεν ήρθαμε στον κόσμο γυμνοί κι ανήμποροι; Και με τον ίδιο τρόπο δεν θα αναχωρήσουμε απ’ τον κόσμο;
Ό,τι έχουμε, δεν το έχουμε δανειστεί; Με το θάνατό μας δεν θα επιστρέψουμε όλα τα δανεικά; Ω, πόσες φορές έχει ειπωθεί αυτό και αγνοηθεί;
Ο σοφός απόστολος λέει: «Γιατί τίποτε δε φέραμε μαζί μας όταν ήρθαμε στο κόσμο κι είναι φανερό πως ούτε μπορούμε να βγάλουμε τίποτα φεύγοντας» (Α’ Τιμόθεον 6:7).
Όταν προσφέρουμε τη θυσία μας στο Θεό, το κοινό ψωμί και το κρασί, λέμε: Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν.
Διότι τίποτε απ’ όσα έχουμε εδώ στον κόσμο δεν είναι δικά μας, ούτε καν ένα ψίχουλο ψωμί ή μια σταγόνα κρασί· στ’ αλήθεια δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι του Θεού.
Πραγματικά η υπερηφάνεια είναι θυγατέρα της ανοησίας, η θυγατέρα ενός σκοτισμένου νου, γεννημένη από φαύλους δεσμούς με τους δαίμονες.
Η υπερηφάνεια είναι ένα ορθάνοιχτο παράθυρο, μέσα από το οποίο όλες οι αρετές -και τα καλά έργα ακόμη- εξανεμίζονται. Τίποτε δεν μας κάνει τόσο κενούς ενώπιον των ανθρώπων και τόσο ανάξιους ενώπιον του Θεού, όσο η υπερηφάνεια.


