Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Μετάνοια καί Μνήμη θανάτου»
Ὑπόθεσις ἐκ τοῦ Εὐεργετινοῦ Δ΄. Εἶναι μία μικρή ὑπόθεσις, πού ἔχει τίτλο «Ὅτι οἱ ἀθενεῖς πρέπει νά ὁδηγοῦνται σιγά-σιγά στά ἔργα τῆς μετανοίας» καί εἶναι ἀπό τό Γεροντικό.
«Ἕνας ἀδελφός ἔπεσε σέ πειρασμό, δηλαδή σέ ἁμαρτία. Τόσο δέ μεγάλη θλίψη δοκίμασε, ὥστε ἐγκατέλειψε καί τόν κανόνα τοῦ Μονάχου. Καί ἐνῶ ἤθελε νά κάνει ἀρχή νά μετανοεῖ, ἠμποδίζετο ἀπό τήν λύπη καί ἔλεγε στόν ἑαυτό του· πῶς θά μπορέσω νά ἀνεύρω τόν ἑαυτό μου, ὅπως ἤμουν κάποτε; Ἀμελῶν δέ καί διστάζων δέν εἶχε τήν δύναμη νά ἀρχίσει τό μοναχικό του ἔργο. Ἐπισκέφθηκε λοιπόν ἕναν Γέροντα καί ἐξομολογήθηκε σ’ αὐτόν ὅσα τοῦ συνέβαιναν. Ό Γέρων, ἀφοῦ ἤκουσε μετά προσοχῆς τά ζητήματα, πού τόν ἔθλιβαν, ἀντί ἀπαντήσεως τοῦ διηγήθηκε τό κατωτέρω παράδειγμα, ὑπό μορφήν διδακτικῆς παραβολῆς: Ἕνας ἄνθρωπος - ἄρχιοε νά λέγει- εἶχε ἕναν ἀγρό.Ἀπό ἀμέλειά του, λοιπόν, ὁ ἀγρός αὐτός ἐχερσώθη καί ἐγέμισε ἀπό ἄγρια χόρτα καί ἀγκάθια. Μετά καιρόν ὁ ἄνθρωπος αὐτός σκέφθηκε νά περιποιηθεῖ τόν ἀγρό του καί νά τόν καλλιεργήσει. Διέταξε, λοιπόν, τόν υἱό του νά πάει νά καθαρίσει τόν ἀγρό. Πράγματι μετέβη ὁ υἱός νά καθαρίσει τόν ἀγρό, μόλις ὅμως τόν εἶδε γεμάτο ἀγκάθια, ἀπογοητεύτηκε καί εἶπε μέσα του· πότε θά μπορέσω νά τά ξερριζώσω ὅλα αὐτά καί νά τόν καθαρίσω; Ξάπλωσε λοιπόν καί ἀποκοιμήθηκε.
Ἀφοῦ ξύπνησε γιά λίγο καί εἶδε πάλι τό πλῆθος τῶν ἀγκαθιῶν, ἐβαρύνθη καί ἔμεινε ξαπλωμένος κατά γῆς. Καί ἄλλοτε μέν κοιμώμενος, ἄλλοτε πάλι στρέφων ἀπό τήν μίαν πλευρά στήν ἄλλη», ἄλλαζε πλευρό ὅπως λέμε, «ὅπως ἡ θύρα περιστρέφεται στήν στρόφιγγά της», στόν μεντεσέ, «κατά τήν παροιμία», ἔτσι λέει στίς Παροιμίες, «ὥσπερ, θύρα, στρέφεται, ἐπί, τοῦ, στρόφιγγος, οὕτως, ὀκνηρός, ἐπί τῆς κλίνης αὐτοῦ. κρύψας ὀκνηρός τήν χεῖρα ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται ἐπενεγκεῖν ἐπί στόμα»1. Πέρασε ἀρκετές ἡμέρες ἔτσι χωρίς ἐργασία καί μέ ἀμέλεια.
Ἐν τῶ μεταξύ ἔρχεται καί ὁ πατέρας του, νά δεῖ τί ἔκανε στόν ἀγρό. Καθώς λοιπόν τόν βρῆκε ἀργό καί ἀναποφάσιστο, τοῦ λέει:
- Γιατί, παιδί μου, δέν ἔκανες τίποτα μέχρι τώρα;
Τό παιδί ἀπήντησε: