Τό δεύτερο σκέλος πού εἴπατε, πῶς ξεχωρίζουμε τό κόμπλεξ κατωτερότητας ἀπό τήν ἀληθινή ταπεινοφροσύνη. Εἶναι πολύ ἁπλό, τό κόμπλεξ κατωτερότητας εἶναι ὑπερηφάνεια. Κρυμμένη ὑπερηφάνεια εἶναι.
Αὐτός πού ἔχει κόμπλεξ κατωτερότητας, ἔχει κατάθλιψη. Αὐτό εἶναι τό κόμπλεξ κατωτερότητας. Ἔχει τήν ἰδέα ὅτι εἶναι καλός, ἀλλά δέν τό ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι. Δέν ἀναγνωρίζουν τήν καλοσύνη του, τήν ἐξυπνάδα του, τή σπουδαιότητά του καί παθαίνει κατάθλιψη.
Ὁ πραγματικά ταπεινόφρων δέν φρονεῖ ὅτι εἶναι καλός ἤ ὅτι ἀξίζει ἤ ὅτι δέν ἀναγνωρίζουν οἱ ἄλλοι τήν μεγάλη του ἀξία, ἀλλά φρονεῖ ἀκριβῶς ὅτι δέν ἀξίζει τίποτα καί αὐτός ποτέ δέν ἔχει κόμπλεξ. Ὅ,τι κι ἄν ἀκούσει, λέει καί λίγα μοῦ λένε, χειρότερα ἔπρεπε νά μοῦ ποῦνε, γιατί δέν ἀξίζω τίποτα, εἶμαι χειρότερος ἀπ’ τό χῶμα.
Τό χῶμα δέν τό βάζει κανείς στό κεφάλι του, τό πατάει. Ὁπότε καλά κάνουν καί μένα καί μέ πατᾶνε. Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ ταπεινόφρων. Ὁ ἄλλος πού ἔχει κόμπλεξ μέ τό παραμικρό πού θά ἀκούσει παθαίνει κατάθλιψη. «Δέν μ’ ἀγαπάει κανένας, δέν νοιάζεται κανένας..», ὅλο τέτοια ἀκοῦς ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους τούς καταθλιπτικούς. Ἐσύ νοιάστηκες ποτέ γιά κανέναν; Νά τόν ρωτήσουμε… Ποτέ δέν σκέφτηκε τούς ἄλλους. Εἶναι ὁ ἐγωιστής. Αὐτός παθαίνει κόμπλεξ κατωτερότητας.
