‟--Εἴχαμε ἕναν καθηγητή, πού φαινόταν πολύ καλός καί μελιστάλακτος. Ἐπειδή μᾶς φερόταν ἥπια, τόν συμπαθούσαμε. Τόν βλέπαμε δέ μερικές φορές νά ἔρχεται καί στήν Ἐκκλησία καί νά κοινωνάει. Μετά ἀπό αὐτά, πιστεύαμε πώς ἦταν καί καλός χριστιανός. Ὅμως μᾶς περίμενε μεγάλη ἔκπληξη, γιά νά μήν ποῦμε φρίκη!
Κάποια μέρα μάθαμε ὅτι ἀρρώστησε βαριά. Ἀποφασίσαμε νά τόν ἐπισκεφθοῦμε. Πήγαμε σπίτι του σέ μιά μοναχική βίλλα σέ ἀριστοκαρτικό προάστειο, ἀλλά ἡ γυναῖκα του σχεδόν μᾶς ἔδιωξε, ταραγμένη καί ἐνοχλημένη. Ἐνῶ δέ μᾶς μιλοῦσε ἀπό τήν πόρτα, ἀκούγονταν μέσα στό σπίτι γαυγίσματα καί οὐρλιαχτά. Μερικοί τό σχολίασαν καί εἶπαν:
-Αὐτοί οἱ πλούσιοι καί τρανοί, πολλές φορές τά σκυλιά τους τά βάζουν μέσα στό σπίτι καί ζοῦν μαζί τους. Δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι τά ζῶα πρέπει νά ζοῦν στούς κήπους ἤ στά κτήματα. Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τους.
Τέλος πάντων, φύγαμε ἀπογοητευμένοι. Ὅταν ὅμως μάθαμε ὅτι τόν καθηγητή μας τόν πήγανε στό νοσοκομεῖο ἑτοιμοθάνατο, ἀποφασίσαμε νά τόν ἐπισκεφθοῦμε ἐκεῖ. Ἀγοράσαμε καί λουλούδια καί σέ λίγο ἀνεβαίναμε τίς σκάλες τοῦ νοσοκομείου πού ὁδηγούσαν σέ εἰδικές σουίτες, ἰδιαίτερα πλυτελῆ δωμάτια γιά τούς οἰκονομικά ἰσχυρούς. Καθώς πλησιάζεμε, πάλι σκυλιά ἀκούγαμε, πάλι οὐρλιαχτά. Ἕνας εἶπε ἀγανακτησμένος:
--Κι ἐδῶ σκυλιά; Οὔτε στό νοσοκομεῖο δέν τ’ ἀποχωρίζονται;
Ἐκείνη τή στιγμή ἔβγαινε ἀπό ἕνα διαμέρισμα ἡ προϊσταμένη, ἡ ὁποία ἔτυχε νά εἶναι γνωστή ἑνός φοιτητῆ τῆς συντροφιᾶς μας. Μᾶς ρώτησε ποιόν θέλαμε καί ὅταν ἄκουσε τό ὄνομα, ταράχθηκε καί μᾶς λέει:
--Φύγετε! Φύγετε γρήγορα! Αὐτά τά γαυγίσματα καί τά οὐρλιαχτά πού ἀκοῦτε εἶναι ἀπό αὐτόν! Δέν ὑπάρχουν σκυλιά. Ἔχει φοβερή ἀγωνία καί ἐπιθετικότητα. Σηκώνεται καί παλεύει μέ ἀόρατους γιά μᾶς ἐχθρούς. Οἱ νοσοκόμες ἀρνοῦνται νά μποῦν στό δωμάτιό του. Μάθαμε ὅτι ἀνῆκε σέ μιά σκοτεινή αἵρεση, πού εἶναι ἀντίχριστη καί ἀντιθεη. Ἐκεῖ θεό ἔχουν τό μαμωνᾶ (τό χρῆμα) καί τήν ἀνθρώπινη δόξα.
--Μά αὐτός κοινωνοῦσε!...., παρατήρησε ἕνας ἀπό μᾶς.
--Ἴσως γι’ αὐτό ἡ εὐθύνη του εἶναι μεγαλύτερη. Ἤθελε νά κοροϊδέψει τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ‟ὁ Θεός οὐ μυκτηρίζεται’’, παρατήρησε ἡ προϊσταμένη λυπημένη, καί συνέχισε:
--Τώρα, οἱ δαίμονες, πού ἔχουν δικαιώματα ἐπάνω του, ἀπαιτοῦν τήν ψυχή του!..... Κάντε του λίγη προσευχή, παιδιά μου, νά τόν ἐλεήσει ὁ Θεός, μᾶς προέτρεψε φιλάνθρωπα.
Φύγαμε ἀπό κεῖ πολύ προβληματισμένοι. Καταλάβαμε πολύ καλά ὅλοι πώς δέν πρέπει νά παίζουμε μέ τήν ψυχή μας καί τή σωτηρία μας.’’
Αὐτά εἶπαν τά νιᾶτα, πού μερικές φορές ξεπερνοῦν σέ σύνεση τίς μεγαλύτερες ἡλικίες, καί τά γηρατιά ἀκόμη. Καί πράγματι, δέν εἶναι φοβερό νά φθάνει ὁ ἄνθρωπος στό τέλος τῆς ζωῆς του καί νά μήν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά πεῖ ἕνα ‟Θεέ μου, συγχώρεσέ με’’ ἤ ‟ἐλέησέ με’’, Εἶναι φοβερή ἡ σκληροκαρδία καί ἡ πόρωση. Νά μήν αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν του ἀπό τό Θεό μέσῳ τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως; Ὁ Θεός ὁ φιλανθρωπότατος δίνει τό ἔλεος. Ἔχει πεῖ: ‟Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω’’. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀδιαφορεῖ καί ἀφήνει τόν δαίμονα νά τοῦ νεκρώνει τόν σωτήριο αὐτό πόθο, τότε θά δεῖ, μόλις ἔρθει στίς τελευταῖες ἀναπνοές του, τά φοβερά ἀποτελέσματα, ἀλλά θά εἶναι πλέον ἀργά!
Οἱ συγγενεῖς, οἱ γιατροί καί τό νοσηλευτικό προσωπικό ἔχουν εὐθύνη καί πρέπει νά βοηθοῦν τόν ἑτοιμοθάνατο στό νά μετάσχει στά σωτήρια Μυστήρια, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή.
Τό καλύτερο ὅμως εἶναι ὁ ἄνθρωπος σέ ὅλη του τή ζωή νά ἑτοιμάζεται γιά τήν ἱερώτατη αὐτή στιγμή τῆς γεννήσεώς του στήν αἰωνιότητα. Τότε θά ἔχει μιά ὡραία κατά Θεόν ζωή κι ἕνα γλυκό εἰρηνικό τέλος, μέσα στή Χάρη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας.
Μιά ὡραία μέρα ἔχει καί μιά ὡραία δύση, πού πορεύεται γιά τήν αἰώνια ἀνατολή στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου