Κάποιος
ἀδελφός νικήθηκε ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας καί ἔκανε τήν ἁμαρτία
καθημερινά., ἀλλά καί καθημερινά ζητοῦσε ἔλεος ἀπό τόν Κύριό του μέ
δάκρυα καί προσευχές.
Ἐνεργώντας
λοιπόν ἔτσι, τόν ξεγελοῦσε ἡ κακή συνήθεια, καί ἔκανε τήν ἁμαρτία·
ἔπειτα πάλι, μετά τήν ἁμαρτία, πήγαινε στήν ἐκκλησία, καί βλέποντας τήν
ἱερή καί σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔπεφτε μπροστά
της μέ πικρά δάκρυα καί ἔλεγε:
«Σπλαχνίσου
με, Κύριε, καί πάρε ἀπό ἐπάνω μου αὐτόν τόν ὕπουλο πειρασμό, γιατί μέ
ταλαιπωρεῖ φοβερά καί μέ τραυματίζει μέ τίς πικρές ἡδονές. Δέν ἔχω
πρόσωπο, Κύριε, νά ἀντικρύσω καί νά δῶ τήν ἁγία εἰκόνα σου καί τήν
ὑπέρλαμπρη μορφή τοῦ προσώπου σου, ὥστε νά γλυκαθεῖ ἡ καρδιά μου».
Τέτοια
ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως
καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία
ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο
καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά
ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ
ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές
ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή
γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται
καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν
ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του
καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ
τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.