‟--Εἴχαμε ἕναν καθηγητή, πού φαινόταν πολύ καλός καί μελιστάλακτος. Ἐπειδή μᾶς φερόταν ἥπια, τόν συμπαθούσαμε. Τόν βλέπαμε δέ μερικές φορές νά ἔρχεται καί στήν Ἐκκλησία καί νά κοινωνάει. Μετά ἀπό αὐτά, πιστεύαμε πώς ἦταν καί καλός χριστιανός. Ὅμως μᾶς περίμενε μεγάλη ἔκπληξη, γιά νά μήν ποῦμε φρίκη!
Κάποια μέρα μάθαμε ὅτι ἀρρώστησε βαριά. Ἀποφασίσαμε νά τόν ἐπισκεφθοῦμε. Πήγαμε σπίτι του σέ μιά μοναχική βίλλα σέ ἀριστοκαρτικό προάστειο, ἀλλά ἡ γυναῖκα του σχεδόν μᾶς ἔδιωξε, ταραγμένη καί ἐνοχλημένη. Ἐνῶ δέ μᾶς μιλοῦσε ἀπό τήν πόρτα, ἀκούγονταν μέσα στό σπίτι γαυγίσματα καί οὐρλιαχτά. Μερικοί τό σχολίασαν καί εἶπαν: