Στη Ρώμη ζούσε κάποτε ένας ευλαβής και πλούσιος άνθρωπος που τον έλεγαν Ιωάννη.
Αυτός, αφού πήγε σε κάποιο μοναστήρι και αφιέρωσε εκεί όλα του τα πλούτη, σύντομα ασπάστηκε και τον μοναχισμό.
Όμως, αγράμματος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να τυπώσει στο μυαλό του καμιά
προσευχή. Μάταια οι υπόλοιποι μοναχοί προσπαθούσαν να του μάθουν γραφή
και ανάγνωση. Του ερμήνευαν ψαλμούς και ευχές, μα πάλι εκείνος δεν
μπορούσε να μάθει τίποτα.
Τότε, ένας έμπειρος και ενάρετος αδελφός αφού του διάβασε όλες τις
ευχές, μία προς μία, τον ρώτησε ποια απ΄ όλες του φαινόταν πιο ωραία για
να την μάθει.
Εκείνος του είπε ότι το <<Χαίρε Μαρία>> του άρεσε περισσότερο.
Έτσι έβαλαν τα δυνατά τους και του έμαθαν αυτόν τον χαιρετισμό του Αγγέλου.
Δηλαδή το: Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…, και τα εξής.
Με
το πέρασμα του χρόνου το έμαθε καλά και πλημμύρισε την καρδιά του τόση
χαρά που αξιώθηκε να μάθει αυτόν τον Αρχαγγελικό ασπασμό, ώστε του
φαινόταν σαν να βρήκε πολύτιμο θησαυρό!
Άλλο τίποτα δεν έλεγε εκτός από το: <<Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία>>.
Αδιάλειπτα προσευχόταν προς την Αειπάρθενο Μαρία, μέχρι τις τελευταίες ώρες που έβγαινε η ψυχή του.