Η πρώτη βασανιζόταν από την συνείδησή της, καθώς είχε διαπράξει ένα φοβερό αμάρτημα, ενώ η άλλη δεν έκανε τίποτα άλλο απ' το να κλαψουρίζει:
"Είμαι αμαρτωλή, όπως όλος ο κόσμος. Όπως ξέρετε πάτερ μου, είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς ν' αμαρτάνει".
Έδειξε με συγκεκριμένο τρόπο και στις δύο τι σήμαιναν τα λεγόμενά τους, και τις έστειλε σ' ένα χωράφι.
Σ' εκείνη που είχε διαπράξει το μοναδικό αμάρτημα που τη συνέτριβε, ζήτησε να πάει να ψάξει την πιο βαριά πέτρα που μπορούσε να σηκώσει και να του τη φέρει. Στην άλλη έδωσε την εντολή να μαζέψει στην ποδιά της όσα περισσότερα χαλίκια μπορούσε.