«Ἄν ὁ ἄνθρωπος ρίξη τό βάρος ἐπάνω του, βρίσκει ἀνάπαυσι. Τήν στιγμή πού θά τό ρίξη στόν ἄλλον, θά βρῆ ταραχή μέσα του».
Λέγουν οἱ πατέρες ὅτι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μπλεγμένη μέ τίς ρίζες τῶν παθῶν, πού εἶναι ἀκανθώδεις, καί τήν ἔχουν «γαντζώσει» γιά τά καλά. Μόλις λοιπόν, ἐπιχειρήση ὁ ἄνθρωπος μέ τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ νά ξερριζώση ἕνα πάθος (οὐσιαστικά νά μεταμορφώση ἕνα πάθος), νά ἀρχίση νά βγάζη τά ριζίδια, νά τά πιάνη μέ τήν τσιμπίδα καί νά τά τραβάη, ξερριζώνοντας τό πάθος σκίζει καί τήν καρδιά! Σχιζόμενη δέ ἡ καρδιά βγάζει αἷμα καί πονάει. Ἄν δέν κάνη ὁ ἄνθρωπος ὑπομονή στόν πόνο, σταματάει ἐκεῖ καί ἐγκαταλείπει τόν ἀγῶνα καί μένει ἐμπαθής καί ἁμαρτωλός. Ἄν ὅμως κάνη ὑπομονή στόν πόνο, τήν βγάζει τή ρίζα τοῦ πάθους καί ἀπαλλάσσεται.
Γι᾿ αὐτό καί οἱ ἅγιοι πατέρες μέ τήν ἄσκησί τους, μέ τήν φώτισι τοῦ Θεοῦ, μέ τήν προσευχή κ.λ.π. ἀγωνίστηκαν καί πίεσαν τόν ἑαυτό τους καί ξερρίζωσαν σιγά -σιγά τίς ριζίτσες τῶν παθῶν· μία – μία τίς ἔβγαλαν καί ἔφθασαν στήν ἀπάθεια.
Καί μετά δέν ἐπολεμοῦντο οὔτε ἀπό ὑπερηφάνεια, οὔτε ἀπό κενοδοξία, οὔτε ἀπό φθόνο, οὔτε ἀπό λογισμούς βρώμικους, οὔτε ἀπό μῖσος κ.ἄ.
Βλέπουμε τούς ἁγίους νά κάνουνε θαύματα καί νά μήν ὑπερηφανεύωνται καθόλου. Καί λές: «Μά, πῶς δέν ὑπερηφανεύοντο αὐτοί οἱ ἄνθρωποι· ἐμεῖς τό παραμικρό κάνουμε καί ὤπ! φουντώνει τό κερατάκι καί μοῦ λέγει: “ Ὤ, εἶσαι μεγάλος, εἶσαι τρανός, ἐσύ ἔκανες αὐτό τό ἔργο, πού ἄλλος δέν τό κάνει· ἐσύ ὅμως τό κάνεις! Κοίταξε ἐσύ εἶσαι πιό φωτισμένος, ἐσύ ἔχεις πιό πολλή ἀγωνιστικότητα” κ.λ.π.». Καί σοῦ φουσκώνει τώρα τό «ἐγώ» καί προσπαθεῖ ὁ διάβολος αὐτός νά σοῦ κλέψη τό κέρδος τῆς προσπάθειας πού ἔκανες. Ὅταν κενοδοξῆ ὁ ἄνθρωπος γιά τό ἔργο πού κάνει, χάνει τό μισθό του. Μένει ἡ ἐξωτερική πρᾶξι. Ἄν μετανοιώση, ξαναπαίρνει τό κέρδος. Ἀλλά πῶς θά πάρη τό κέρδος; Μέ τήν αὐτομεμψία, μέ τήν αὐτοκατηγορία.
Ἕνας Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, Θεόφιλος λεγόμενος, πῆγε στό ὄρος τῆς Νιτρίας στήν Αἴγυπτο, ὅπου ἦταν οἱ πιό διάσημοι ἀσκητές. Ὦ φημισμένο ὄρος τῆς Νιτρίας! Πῆγε στόν Πρῶτο τοῦ ὄρους, στόν πιό πνευματικό καί προοδευμένο γέροντα καί τοῦ λέει: «Πάτερ, τί περισσότερο βρῆκες ἐσύ γενόμενος μοναχός καί κατοικώντας σ᾿ αὐτό ἐδῶ τό ὄρος; Ποιά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή πού βρῆκες καί ποιά εἶναι αὐτή πού ἀξίζει πάνω ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές»
Ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Βρῆκα τήν αὐτομεμψία, δηλαδή τό νά κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί νά ρίχνω τό βάρος ἐπάνω μου ὅτι ἐγώ φταίω “Τό μέμφεσθαι ἑαυτόν”».
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος λέγει: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος ρίξη τό βάρος ἐπάνω του, βρίσκει ἀνάπαυσι. Τήν στιγμή πού θά τό ρίξη στόν ἄλλον, θά βρῆ ταραχή μέσα του».
Δοκιμάστε το σέ μία περίπτωσι, σ᾿ ἕναν πειρασμό. Πέστε ὅτι ἔφταιξε ἐκεῖνος, ὁ ἄλλος... Αἰσθάνεσθε ταραχή, ἀνακατωσούρα μέσα σας, στενοχώρια! Ἅπαξ καί πῆς: «Δέν φταίει ὁ ἄλλος , ἐγώ φταίω· τί μιλάω τώρα γιά τόν ἄλλον, ξέχασα ποιός εἶμαι ἐγώ; Ἐγώ ἔκανα ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο... ἑπομένως νά μή μιλάω καθόλου» Ὤπ! Σάν νά προσγειώνεσαι σέ στερεό ἔδαφος καί δέν φοβᾶσαι μή πέσης. Ἐνῷ προηγουμένως ἤσουν ψηλά κι ἔλεγες: «ἀπό δῶ θά πέσω, ἀπό κεῖ θά πέσω» καί εἶχες φόβο καί ταραχή. Ἅπαξ καί ἔπεσες χαμηλά καί πάτησες σέ στερεό ἔδαφος, δέν φοβᾶσαι.
Ὅταν ἔρχομαι σέ μία διένεξι μ᾿ ἕναν ἄνθρωπο καί ὁ ἑαυτός μου μοῦ φέρνη ἀντίστασι, μοῦ λέει ὁ λογισμός: Αὐτός ἔφταιξε, αὐτός θύμωσε, αὐτός μοῦ μίλησε, αὐτός πρέπει νά ταπεινωθῆ. Ἄν μοῦ μιλοῦσε τέλος πάντων πιό οἰκονομικά καί πιό ἁπλά, ἐγώ θἄκανα ὑπομονή καί δέν θά σκανδαλιζόμουν. Ἄρα φταίει αὐτός». Νά, τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Πρέπει νά ἀντισταθοῦμε καί νά ποῦμε: «Ὄχι, ὄχι· ἄν ἐγώ δέν εἶχα ἐγωϊσμό, δέν θά πειραζόμουν. Ἄρα ἐγώ φταίω, δέν φταίει ὁ ἀδελφός. Ἄν εἶχα ταπείνωσι, θά σκεπτόμουν ὅτι στεφάνι μοῦ προξενεῖται κι ὅτι ὁ καυστήρας τοῦ Ἰησοῦ εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος, γιατί καυτηριάζει τό πάθος μου, γιά νά γίνω ὑγιής! Ἄρα μέ εὐεργετεῖ τώρα καυτηριάζοντας τό πάθος μου. Εἶναι εὐεργέτης μου! Πρέπει νά τόν ἀγκαλιάσω, πρέπει νά τόν ἀγαπῶ, πρέπει νά τοῦ κάνω καί προσευχή πού μοῦ ἔκανε αὐτό τό καλό, πού μοῦ φανέρωσε τί ἔχω! Διότι ἄν δέν μοῦ ἔλεγε αὐτόν τόν λόγο, κι ἄν δέν γινόταν ὁ πειρασμός, ἐγώ δέν θά ἤξερα πόσο ἐγωϊσμό εἶχα μέσα μου καί δέν θά ἔκανα καί τόν ἀνάλογο ἀγῶνα νά τόν χτυπήσω. Ἑπομένως μέ τή νύξι τοῦ πειρασμοῦ φανερώθηκε ἡ ἀσθένειά μου καί τώρα ἀφοῦ τήν εἶδα, θά φροντίσω νά βάλω φάρμακο καί νά γίνω καλά».
Πρέπει, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ πιάση τό θέμα μέ τήν θεωρία, νά ἀγωνισθῆ τώρα ἐσωτερικά. Πρέπει νά κατέβη, νά ἐντοπίση τό κακό στήν καρδιά, καί νά πολεμήση τό πάθος, τήν πικρία, τήν δυσκολία, τήν πίεσι τοῦ δαίμονος, ὁ ὁποῖος πιέζει τήν κατάστασι καί λέει: «Μήν ὑποχωρήσης! Μήν τό κάνης αὐτό!» Καί τότε πρέπει νά δεηθῆ τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, νά παρακαλέση τόν Θεό, νά πάρη δύναμι, νά «στραμπουλήξη» τό ἐγώ, νά πῆ· «σώπα, κάτσε στήν θέσι σου, κι ἐγώ πρέπει νά κάνω τό καθῆκον μου τώρα». Νά πάη στόν ἄλλον, νά βάλη μετάνοια. Ἐμεῖς οἱ μοναχοί, φερ᾿ εἰπεῖν, βάζομε μετάνοια. Ὁ κατά κόσμον ἄνθρωπος φέρεται διαφορετικά· θά πῆ· «καλημέρα, χρόνια πολλά, συγχώρεσέ με, θά κοινωνήσουμε, ἅγια μέρα ἦρθε κ.λ.π.», κι ἔτσι γίνεται ἀγάπη.
Ὅταν τό κάνη κανείς αὐτό τό πρᾶγμα, ἀμέσως νοιώθει μιά χαρά, μιά ξεκούρασι, μιά ἐλάφρυνσι. Γιατί; Γιατί ἦταν τό βάρος τό προηγούμενο, ἦταν ὁ δαίμονας πού πίεζε περισσότερο, γιατί ἤθελε νά γίνη τό δικό του, τό μῖσος, ἡ ἔχθρα, ὁ χωρισμός, ἡ διάστασις. Ἐνῷ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ταπείνωσι. Ἐμεῖς ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί πρῶτος ἐγώ, τήν «πατᾶμε» ἀπό τόν ἐγωϊσμό μας, μέ τό νά θέλουμε νά στήσουμε τό δικό μας θέλημα, θεωρώντας ὅτι ἔχουμε δίκαιο, ὅτι εἴμαστε καλοί κι ὅτι ὁ ἄλλος φταίει. Τό ὅτι κατακρίνουμε τί σημαίνει; Ὅτι θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας μή σφάλλοντα σέ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα. Γι᾿ αὐτό λέγει ὁ Κύριος: «Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε, καί, ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. Ζ΄: 1). Εἶναι τόσο σοβαρή βέβαια ἡ κατάκρισι, παρ᾿ ὅτι ἐμεῖς τήν ἔχουμε γιά «ψωμοτύρι» καί σάν ἐμπερίστατη ἁμαρτία. Ἐμπερίστατος ἁμαρτία εἶναι αὐτή, πού γίνεται σέ κάθε περίστασι καί κάθε ὥρα.
Καίτοι τέτοιοι εἴμαστε κι ἐμεῖς ὅλοι, λαβωμένοι, καίτοι ὅλοι εἴμαστε φορτωμένοι ἀπό πληγές κι ἁμαρτήματα, λέμε γιά τόν ἄλλον. Ὅταν πᾶμε στό νοσοκομεῖο, θά δοῦμε ὅτι ὅλοι εἶναι ἄρρωστοι. Βλέπετε ὅμως ὅτι κανένας δέν κατακρίνει τόν ἄλλο ἄρρωστο· τὄχετε παρατηρήσει; Κανείς δέν λέει στόν ἄλλο: «Γιατί ἐσύ εἶσαι στό κρεββάτι, ἀφοῦ εἶμαι κι ἐγώ ἄρρωστος στό κρεββάτι». Ἐνῷ ἐμεῖς ἐδῶ ὅλοι εἴμαστε ἄρρωστοι ψυχικά κι ὅμως ὁ ἕνας χτυπάει τόν ἄλλον. Ὁ ἕνας εἶναι ἄρρωστος στό μάτι καί κοιτάζει τόν ἄλλον πού εἶναι ἄρρωστος στό πνευμόνι. Κι ὅμως δέν τό καταλαβαίνουμε οἱ ταλαίπωροι.
Μᾶς σκοτίζει ἡ ἁμαρτία, μᾶς σκοτίζει ὁ δαίμονας, γιά νά μᾶς κρατάη ὅλους στήν κατάκρισι. «Θά πεθάνουν αὔριο καί θά τούς πιάσω μιά χάρα στή φάκα», λέει ὁ διάβολος· καί ὁ Χριστός, πού εἶναι δικαιοσύνη θά τούς πῆ: «Κρίνατε; Κρίνατε; Τί σᾶς εἶπα ἐγώ στό Εὐαγγέλιο; Μή κρίνετε. Ἐσεῖς εἶσθε οἱ κριταί; Πόθεν εἶσθε κριταί ἐσεῖς; Ἐγώ εἶμαι ὁ Κριτής». Κι ἔτσι θά μᾶς καταδικάση ὅλους ἐμᾶς μέ τό μέτρο πού μετροῦμε τούς ἄλλους. Κι ὅμως ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι δέν τό καταλαβαίνουμε κι ἀνοίγουμε τό στόμα καί μιλᾶμε γιά τόν ἕνα, γιά τόν ἄλλο καί ρίχνουμε τήν πέτρα τοῦ ἀναθέματος, χωρίς νά καταλαβαίνουμε ὅτι ἐμεῖς πρῶτοι ἔχουμε τό ἀνάθεμα.
Πόσοι καί πόσοι ἄνθρωποι, πού ἐμεῖς τούς ἔχουμε γιά τιποτένιους καί γιά ἁμαρτωλούς, μία μέρα μπορεῖ νά βρεθοῦνε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· κι ἐμεῖς πού παίρνουμε τήν καθέδρα τοῦ δικαστοῦ καί κρίνουμε, νά βρεθοῦμε κατακριτέοι καί νά περάσουμε στήν κόλασι!
Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή στά ἔργα μας καί νά ἀγωνιζώμεθα νά ξερριζώσουμε τόν ἐγωϊσμό, αὐτό τό φοβερό θηρίο, πού μᾶς τρώει ὅλα τά σωθηκά. Τό «ἐγώ»! Αὐτό φουντώνει μέσα μας καί θυμώνουμε καί ὀργιζόμεθα καί κατακρίνουμε καί ἀπαιτοῦμε τό ἕνα, ἀπαιτοῦμε τό ἄλλο καί βρίζουμε καί χλευάζουμε τόν ἕναν, καί ταπεινώνουμε τόν ἄλλον. Θηρίο! Αὐτό βοηθάει στήν κατάκρισι, αὐτό φουσκώνει τόν λογισμό ὅτι κάτι φτιάχνουμε, ὅτι εἴμαστε καλοί, ὅτι ἔχουμε ἀρετές, καί χίλια δύο ἄλλα.
Ἡ ἀφετηρία τῶν καλῶν εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἀφετηρία τῶν κακῶν ἐγωϊσμός.
Ὅταν ἐγώ κρίνω ἕναν ἄνθρωπο ἀπό συμπάθεια, ὄχι γιά νά τόν κατακρίνω, νά τόν κατηγορήσω καί νά τόν ταπεινώσω ἀπό τό φούσκωμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ, ἀλλά ἀπό μιά ἀγάπη καί στοργή –π.χ. λέμε ὅτι ὁ τάδε, ἄν δέν ἔκανε αὐτό, πόσο θά ὠφελοῦσε– μέ πόνο τό λέμε καί προσευχόμεθα γι᾿ αὐτόν, αὐτό δέν εἶναι κατάκρισις. Ἐνῷ ὅταν τόν χαρακτηρίζουμε σάν κακό καί ἐγωϊστή καί τόν ταπεινώνουμε μπροστά στούς ἄλλους, αὐτό εἶναι ἁμαρτία καί κατάκρισις.
Διαβάζουμε στό Γεροντικό: «Ὁ τάδε πλανήθηκε». Τί ἔκανε αὐτός ὁ πλανεμένος; Νά, ὑπερηφανεύθηκε, τόν πλάνεσε ὁ διάβολος, τόν πῆγε στό πηγάδι καί τοῦ εἶπε: «Ἅμα θά πέσης κάτω, θά στείλη ὁ Χριστός τούς ἀγγέλους Του καί θά σέ κρατήσουν, γιατί αὐτό εἶναι γραμμένο στό Ψαλτήρι· “Τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περί σοῦ τοῦ διαφυλάξαι σε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς σου” καί ... “ ἐπί χειρῶν ἀροῦσι σε, ἵνα μή προσκόψης πρός λίθον τόν πόδα σου”. Ἑπομένως, πέσε κι ἐσύ κάτω καί δέν θά πάθης τίποτα, θά τό δῆς στήν πρᾶξι». Καί ἔπεσε καί πνίγηκε, καί αὐτό λογίζεται ὡς αὐτοκτονία.
Οἱ πατέρες τό γράφουν στό Γεροντικό ὄχι γιά νά κατακρίνουν τόν πατέρα αὐτόν πού τό ἔπαθε, ἀλλά πρός παραδειγματισμόν τῶν μεταγενεστέρων, νά προσέξουν νά μήν φουσκώνη τό μυαλό τους κι ἔρχονται στήν οἴησι καί καταλήγουν στήν πλάνη. Ἔτσι καί ἐμεῖς, ὅταν καμμιά φορά διηγούμεθα κάτι, δέν τό λέμε γιά νά θεατρίσουμε κάποιον, ἀλλά γιά παράδειγμα τῶν νεωτέρων μοναχῶν.
Γενικά ὅμως πρέπει νά προσέχουμε τήν γλώσσα μας, πότε πρέπει νά μιλήσουμε καί τί πρέπει νά ποῦμε, ἐπειδή δέν εἴμεθα πνευματικοί ἄνθρωποι καί συνεχῶς σφάλλουμε. «Κάλλιον πεσεῖν ἐξ ὕψους ἤ ἀπό γλώσσης». Καλύτερα εἶναι κανείς νά πέση ἀπό ἕνα ὑψος καί νά σπάση τό κεφάλι καί τά πόδια του, τά ὁποῖα εἶναι σωματικά καί θεραπεύσιμα, παρά νά πέση ἀπό τήν γλῶσσα, ἡ ὁποία κάνει φοβερά σφάλματα καί μέ ἕνα λόγο μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν ἄλλον ἀκόμη καί στήν αὐτοκτονία. Ὅταν κατακρίνουμε καί ἐξευτελίζουμε τόν ἄλλον, μπορεῖ νά τόν φέρουμε σέ ἀπελπισία, ἤ καί μέ ἕνα λόγο μας νά πάρη τόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Λέμε: «Μά ἕνα λόγο εἶπα». Κι ὅμως ἕνας λόγος γιά κοίταξε τί ἔκανε!
Στό Μοναστήρι τῆς Σιμωνόπετρας εἶχε πάει ἕνας δαιμονισμένος. Μετά τήν ἀγρυπνία, ἔτσι ὅπως εἶχαν βγῆ οἱ πατέρες ἐκεῖ λίγο στόν ἐξώστη, ἦταν κι αὐτός. Ὁ διάβολος, γιά νά ἐνοχοποιήση ἕνα μοναχό, ὁ ὁποῖος ἦταν πολύ καλός καί ἀσκητής ἀπό τά Κατουνάκια, ἔκανε τό ἑξῆς: Πάει ὁ δαιμονισμένος κοντά του καί τοῦ λέει: «Μοῦ λέει ὁ λογισμός νά πέσω κάτω ἀπό τό μπαλκόνι». Ὁ μοναχός τό πῆρε γιά ἀστεῖο καί τοῦ λέει: «Καί δέν πέφτεις!» Αὐτός «τσάκ», ἔπεσε καί σκοτώθηκε! Ὁ μοναχός νόμισε ὅτι ἀστειευόταν, ἀλλά ἐκεῖνος μιλοῦσε σοβαρά. Καί μετά ὁ λογισμός χρόνια καί χρόνια πείραζε τόν ἀδελφό. Ὁ διάβολος οὕτως ἤ ἄλλως θά τόν σκότωνε, ἀλλά παρέσυρε καί τόν μοναχό, γιά νά τόν τυραννάη ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς. Ἕνας μόνο λόγος πόση τυραννία τοῦ προξένησε!
Ὅπως πολλές φορές συμβαίνει μέ τίς γυναῖκες, πού θέλουν νά κάνουν ἔκτρωσι. Πᾶνε καί συμβουλεύονται: «Τί νά κάνω βρέ ἀδελφή» «Τί θές καί τό κρατᾶς, τόσα παιδιά ἔχεις, δέν τό ρίχνεις!» Αὐτή λίγο ἤθελε, ἦταν κατά τό ἥμισυ ἀποφασισμένη. Συμπλήρωσε καί τό ἄλλο μισό ἡ ἄλλη μέ τόν λόγο της καί πάει, ρίχνει τό παιδί καί γίνεται ὁ φόνος! Βέβαια ἔχει καί ἡ ἄλλη τήν εὐθύνη γιά τόν μισό φόνο.
Ἤ ὅπως μερικές μητέρες, πού δέν ἔχουνε μυαλό, ἄν τύχη ἡ κόρη τους νά κάνη ἕνα λάθος, τήν συμβουλεύουν: «Ἄντε, θά γίνουμε ρεζίλι, πήγαινε καί βγάλτο». Πάει ἡ κοπέλλα καί τό σκοτώνει τό παιδί. Ποιός ἔχει τήν εὐθύνη; Ἡ μάννα, πού εἶπε αὐτήν τήν συμβουλή. Βλέπετε ἕνας λόγος τί κακό μπορεῖ νά κάνη; Γι᾿ αὐτό θέλει πάρα πολλή προσοχή στά ὅσα λέμε. Πόσο πάει νά μᾶς ὑποσκελίση ὁ διάβολος!
Καί σέ μᾶς τούς πνευματικούς καμμιά φορά ἔρχονται νά ζητήσουν συμβουλή σέ κάτι δύσκολα θέματα! Πῶς τό σκέπτεσαι νά μετρήσης τήν κάθε λέξι! Λές μιά λέξι παραπάνω καί τήν παίρνουν στραβά. Καί ὕστερα «τρέχα γύρευε». Πάρα πολλή προσοχή χρειάζεται σέ ὅλους μας.
Πρέπει ἀκόμη νά προσέξουμε στήν καλή ἐκμετάλλευσι τοῦ χρόνου, γιά νά μᾶς πλουτίζη κατά Χριστόν γιά τήν αἰώνια ζωή. Ὅταν τόν χρόνο τόν σπαταλήσουμε ἔτσι ἄσκοπα καί χωρίς κέρδος πνευματικό, θά φύγουμε ἀπό τήν ζωή χωρίς τίποτε. Καί βλέπεις τόν ἀδελφό σου νά ἀγωνίζεται, νά ἐκμεταλλεύεται τόν χρόνο καί νά πλουτίζη, κι ἐσύ ὁ ταλαίπωρος νά μήν κινῆσαι, ὥστε νά κάνης κάτι καλό. Κι ἔρχεται εἰς ἀμφοτέρους ὁ θάνατος· ὁ μέν ἕνας πάει φορτωμένος ἐπάνω, γεμᾶτος ὀφέλη, ἐνῷ ὁ ἄλλος, ἐσύ, πᾶς μέ ἄδειο «ντουρβά», γεμᾶτος κακίες καί ἁμαρτίες! Γι᾿ αὐτό, στόν χρόνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός νά προσπαθήσουμε κάθε μέρα νά κάνουμε κάτι καλό. Φερ᾿ εἰπεῖν, πόσο εὐεργετικό εἶναι, ὅταν ἐφαρμόζουμε τίς παραγγελίες τοῦ πνευματικοῦ, πού μᾶς λέει: «Παιδί μου, κοίταξε νά κάνης τό πρωΐ τήν προσευχή σου, νά κάνης τίς μετάνοιες, νά διαβάζης τό Εὐαγγελιάκι σου· νά σκέπτεσαι τόν Θεό, νά κάνης ἐκεῖνο, τό ἄλλο, νά λές τήν εὐχή καί νά διώχνης τούς κακούς λογισμούς». Ὅταν κάνης ὑπακοή σ᾿ αὐτά, τήν σελίδα τῆς κάθε ἡμέρας τήν γεμίζεις μέ ὀφέλη. Ἄν ὅμως δέν πᾶς σέ πνευματικό καί δέν σέ βάλη σέ μία τάξι, μαζεύεται τό «κουβάρι», φθάνει τό τέλος καί δέν ἔχεις πολλά πράγματα νά παρουσιάσης. Γι᾿ αὐτό ἡ ὑπακοή στόν πνευματικό γεμίζει τοῦ ἀνθρώπου τήν ζωή, τήν ὁποία θά παρουσιάση κατόπιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατάφορτη ἀπό ἀρετή, ὅπως ἕνα δένδρο πού ἔχει λυγισμένα τά κλωνάρια του, γιατί εἶναι κατάφορτα ἀπό τόν πολύ καρπό.
Κι ἐμεῖς, βέβαια, οἱ πνευματικοί ἔχουμε εὐθύνη μεγάλη γι᾿ αὐτό τό πνευματικό ἐμπόριο πού ἐργαζόμεθα, γιά νά βοηθήσουμε τούς ἄλλους. Τό θέμα εἶναι ὅτι τό ἔργο μας εἶναι πάρα πολύ κοπιαστικό, πάρα πολύ ἐπίμοχθο καί γεμᾶτο ἀπό θλίψεις καί στεναχώριες, ὅπως λέει κι ὁ Ἰερός Χρυσόστομος: «Τό ἄρχειν ψυχῶν ἐπιπονώτερον πάντων». Εἴμαστε σάν τούς ἐμπόρους τούς μεγάλους, πού ἁλωνίζουν τίς ἠπείρους, γιά νά μπορέσουν νά βροῦνε θησαυρούς καί ἄλλοτε γυρίζουν μέ κατάφορτα τά πλοῖα. Καμμιά φορά ὅμως πέφτουν σέ ληστές, τούς τά κλέβουν ὅλα καί τούς σκοτώνουν κιόλας. Κι ἔτσι, ἐνῷ πῆγαν γιά τά πολλά, ἔχασαν καί τά λίγα.
Πᾶμε κι ἐμεῖς νά ἐμπορευθοῦμε ψυχές, προσπαθοῦμε νά ὠφελήσουμε, νά πάρουμε κέρδη καί ὀφέλη, ἀλλά καμμιά φορά ὁ διάβολος μᾶς προκαλεῖ ναυάγιο, κι ἐκεῖ πού θά ὠφελούσαμε τούς ἄλλους, τούς σκανδαλίζουμε. Ὅπως λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος· «Εἶστε σάν τά ναυαγοσωστικά, πού πᾶνε καί σώζουν τούς ναυαγούς· πηγαίνουν, ἔρχονται, ἀλλά καμμιά φορά βουλιάζουν».
Γι᾿ αὐτό νά εὔχεσθε καί γιά μᾶς, νά μᾶς βοηθάη ὁ Θεός, νά μᾶς σκεπάζη, γιά νά μπορέσουμε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μᾶς νά βοηθοῦμε καί νά σώζουμε, γιά νά μᾶς ἐλεήση κι ἐμᾶς ὁ Θεό, νά συγχωρέση τίς ἁμαρτίες μας καί νά μᾶς σώση.
Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου
Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου