Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία
Σκέφθηκα σήμερα, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ποῦμε κάτι διαφορετικό από τό φόβο τοῦ Θεοῦ , γιά νά ὑπάρχει μία ἐναλλαγή, μία ποικιλία καί μιά ξεκούραση. Εἶναι βέβαια πολύ καλή ἡ πνευματική τροφή, ἀλλά ὅταν εἶναι συνεχῶς ἡ ἴδια, ἴσως κανείς κουράζεται. Ὁπότε, σήμερα σκέφθηκα νά μιλήσουμε γιά ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο στήν ἐποχή μας ἔχει μία ἔξαρση, θά ἔλεγα. Οἱ ἄνθρωποι πολύ ὑποφέρουν (πολλοί ποσοτικά καί πολλοί ἀριθμητικά). Πολλοί πάσχουν σήμερα ἀπό αὐτό πού λέμε ὑπερβολική λύπη ἤ ἀλλιῶς οἱ γιατροί τό λένε κατάθλιψη ἤ τό λένε - τέλος πάντων - μελαγχολία. Ἄς μελετήσουμε λίγο αὐτό τό θέμα τῆς λύπης, τό ὁποῖο οἱ Πατέρες θά δεῖτε τό κατατάσσουν στά θανάσιμα ἁμαρτήματα.
Κατ’ ἀρχάς τό ἔχουν βάλει στά ἁμαρτήματα.
Εἶναι ἁμάρτημα δηλαδή ἡ λύπη καί μάλιστα πολύ βαρύ.
Βέβαια ὅταν λέμε θανάσιμα καί μή θανάσιμα δέν ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι πραγματική αὐτή ἡ διάκριση. Γιά νά εἴμαστε σωστοί, θά πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὅλα τά ἁμαρτήματα εἶναι θανάσιμα. Καί γίνονται πραγματικά νεκροποιά, δηλαδή νεκρώνουν τήν ψυχή μας, ὅταν κανείς δέν μετανοεῖ. Ἔστω καί γιά κάτι πολύ μικρό, ὅπως τό νά πεῖς τόν ἄλλον ‘βλάκα’ - ἐμεῖς τό θεωροῦμε μικρό-, ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι σέ πάει στήν κόλαση, ἄν δέν μετανοήσεις. Διότι εἶναι μία περιφρόνηση στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, στό Χριστό δηλαδή. Γιατί τό πρόσωπο, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε, κάθε ἁμάρτημα, ὅταν εἶναι χωρίς ἐξομολόγηση, χωρίς μετάνοια, ὅταν τό ἀφήσουμε ἀνεπιμέλητο, γίνεται θανάσιμο. Εἶναι θανάσιμο.
Αὐτή ἡ διάκριση: θανάσιμο καί μή θανάσιμο προέρχεται ἀπό τούς παπικούς, ἀπό τούς αἱρετικούς. Τό χρησιμοποιοῦμε ὡστόσο κι ἐμεῖς γιατί, θά λέγαμε, κάποια ἁμαρτήματα, ὅπως αὐτό πού θά ἐξετάσουμε σήμερα, ἡ λύπη ἤ ὅπως εἶναι ἡ πορνεία, ὅπως εἶναι ὁ φόνος κ.λ.π. εἶναι ἕνας μεγάλος συγκλονισμός γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀφήνει ἴχνη, σά να ἔχει περάσει κανείς μιά πολύ βαριά ἀρρώστια, ἀκόμα κι ὅταν μετανοήσει καί ἐξομολογηθεῖ.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε στόν παράδεισο, δέν γνώριζε τή λύπη. Ἡ λύπη ἐμφανίστηκε ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, στήν προπατορική ἁμαρτία. Ξέρουμε πολύ καλά, ὅταν ψάλλουμε τά τρισάγια στούς κεκοιμημένους ὅτι εὐχόμαστε νά πᾶνε ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει λύπη, στεναγμός κ.λ.π. Σέ αὐτή τήν κατάσταση τήν παραδείσια, τήν ὁποία ζοῦσε κι ὁ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση καί σέ ἀκόμα ἀνώτερη κατάσταση μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πάει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἡ εὐφροσύνη εἶναι αἰώνια καί ἡ λύπη εἶναι ἄγνωστη.
Ἡ λύπη ἑπομένως συνδέεται μέ τήν πτώση. Ὁ Θεός τήν παραχώρησε μαζί μέ κάποια ἄλλα πάθη, τά ὁποῖα λέγονται ἀδιάβλητα ἤ καί φυσικά. Ὅπως τό πάθος τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς κούρασης... Αὐτά τά πάθη μπῆκαν στόν ἄνθρωπο μετά τήν πτώση καί δέν ἔχουνε ἐνοχή οἱ ἄνθρωποι ἐπειδή πεινᾶνε, ἐπειδή διψᾶνε ἤ ἐπειδή κουράζονται. Δέν εἶναι ἁμαρτία αὐτό. Εἶναι ὅμως ἕνα πάθος, εἶναι μιά -ἄς ποῦμε- ἀδυναμία.
Κοντά σ’ αὐτά πρέπει νά βάλουμε καί τή λύπη. Εἶναι δηλαδή μιά συνέπεια τῆς πτώσης, ἕνα πάθος ἀδιάβλητο, τό ὁποῖο ὅμως μπορεῖ νά γίνει διαβλητό. Νά γίνει δηλαδή ἁμαρτωλό κι ὁ ἄνθρωπος νά γίνει ἔνοχος ἁμαρτίας, ὅταν τό χρησιμοποιήσει λανθασμένα. Ὅταν τό χρησιμοποιήσει σέ λάθος κατεύθυνση. Θά ποῦμε ποιά εἶναι αὐτή ἡ λάθος κατεύθυνση πού δίνουμε σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, σ’ αὐτό τό δώρο, σ’ αὐτήν τή δύναμη, πού λέγεται λύπη. Γιατί γιά νά τό δώσει αὐτό ὁ Θεός εἶναι μία δύναμη. Θά δοῦμε τί δύναμη εἶναι καί πού μποροῦμε νά τή χρησιμοποιήσουμε.
Ἡ λύπη λοιπόν αὐτή πού μᾶς δωρήθηκε ἀπ’ τό Θεό μετά τήν πτώση εἶναι ὄχι μόνο ἀδιάβλητη, δηλαδή ἀναμάρτητη -δέν ἔχουμε ἐνοχή γι’ αὐτή-, ἀλλά μπορεῖ νά χρησιμεύσει καί ὡς βάση μιάς ἀρετῆς: τῆς κατά Θεόν λύπης. Τήν ἀρετή αὐτή παρουσιάζει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παύλος στήν Β΄ Πρός Κορινθίους, στό 7ο κεφάλαιο. Ἐκεῖ μιλάει γιά τήν κατά Θεόν λύπη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν μετάνοια. Ἑπομένως τό ὅτι μποροῦμε νά λυπηθοῦμε, τό ὅτι μποροῦμε νά δακρύσουμε -καί οἱ γυναίκες ἴσως πιό εὔκολα- τό ὅτι μποροῦμε νά κλάψουμε εἶναι μιά δύναμη. Ἐξαρτᾶται ὅμως γιατί θά κλάψει κανείς! Γιά ποιό λόγο θά στενοχωρηθεῖ, γιά ποιό λόγο θά λυπηθεῖ... Ἀνάλογα λοιπόν, εἴτε ἁμαρτάνεις, εἴτε κάνεις μία ἀρετή καί σώζεσαι.
Ἡ συγκεκριμένη ἀρετή, τῆς κατά Θεόν λύπης, ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά θλίβεται γιά τήν πτώση του, νά κλαίει τίς ἁμαρτίες του, νά λυπᾶται γιά τήν ἀπώλεια τῆς πρώτης τελειότητας, νά ὀδυνᾶται γιά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό. Αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι κατάσταση μετανοίας. Εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ πένθους. Εἶναι ἡ κατάσταση τῆς κατάνυξης καί ὁλοκληρώνεται μέ τά δάκρυα, πού εἶναι ἕνα χάρισμα.
Ὅλα τά παραπάνω εἶναι ἀπόλυτα ἀπαραίτητα γιά τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ἔτσι ὥστε νά ξαναβρεῖ τήν ὁδό τῆς Βασιλείας, νά βρεῖ τόν δρόμο γιά τόν χαμένο παράδεισο καί νά ὁλοκληρωθεῖ ἐν Χριστό. Γι’ αὐτό μακαρίζεται τό πένθος.
- Ὁ Χριστός μας τί εἶπε;
«Μακάριοι οἱ πενθοῦντες» (Ματθ.5,4). Αὐτοί πού λυποῦνται γιά τίς ἁμαρτίες τους.
Βλέπετε λοιπόν, ὄτι ἄν κανείς χρησιμοποιήσει σωστά αὐτή τή δύναμη, τό νά μπορεῖ νά λυπᾶται, σώζεται. Ξαναγυρίζει στόν παράδεισο. Καί πάει ἀκόμα πιό ψηλά, ὅπως εἴπαμε, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά γιατί ὁ Ἅγιος Μάξιμος γράφει: «καί τά πάθη γίνονται καλά στούς σπουδαίους, χρησιμοποιοῦνται γιά τό καλό. Ὅταν τά χρησιμοποιοῦνε γιά ν’ ἀποκτήσουν τά οὐράνια. Γιά παράδειγμα, ὅταν τή λύπη τή χρησιμοποιοῦν γιά νά μετανοήσουν γιά τίς κακές πράξεις πού ἔκαναν τώρα ἐδῶ στό παρόν».
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ δεύτερη μορφή λύπης, ἡ ὁποία ἀποδίδεται καί μέ τή λέξη ‘ἀθυμία’. Ἔχω, λέμε πολλές φορές, κακή διάθεση, ἔχω μιά ἀθυμία, ἔχω μιά λύπη. Αὐτό εἶναι ἕνα πάθος. Εἶναι ἀρρώστια. Εἶναι νόσος τῆς ψυχῆς καί συνίσταται στήν ἐσφαλμένη χρήση τῆς λύπης. Δηλαδή παίρνει ὁ ἄνθρωπος αὐτή τή δύναμη ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τή χρησιμοποιεῖ γιά κακό σκοπό. Δέν λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του, γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό Θεό καί γιατί ἔχασε τά πνευματικά ἀγαθά. Ἀλλά γιατί; Γιατί ἔχασε τά ὑλικά ἀγαθά, τά αἰσθητά ἀγαθά. Γιατί δέ μπορεῖ νά ἱκανοποιήσει κάποιες σαρκικές καί κοσμικές ἐπιθυμίες του καί γιατί δέ μπορεῖ ν’ ἀπολαύσει κάποιες ἠδονές, πού περίμενε ὅτι θά ἀπολάμβανε. Ἴσως ἀκόμη διότι ἔχει ἐνοχληθεῖ στή σχέση του μέ τούς ἄλλους. Δέν τοῦ φέρθηκαν ὅπως περίμενε, δέν τόν ἀγαπᾶνε ὅπως περίμενε, δέν τοῦ μίλησαν ὅπως θά ἤθελε νά τοῦ μιλήσουν.. κι αὐτό τόν κάνει νά λυπάται. Αὐτή ἡ λύπη εἶναι ἁμαρτωλή γιατί εἶναι ἐγωισμός. Εἶναι στό βάθος φιλαυτία. Εἶναι θιγμένος ἐγωισμός, θιγμένη ὑπερηφάνεια. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή δύναμη τῆς λύπης ὄχι φυσιολογικά, ἀλλά παρά φύσιν, γιά τό κακό.
Νά γιατί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει πολύ ὡραῖα: «Καιρός ἀθυμίας, οὐχ ὅταν πάσχωμεν κακῶς, ἀλλ' ὅταν δρῶμεν κακῶς». Δηλαδή τότε πρέπει νά λυπηθεῖς, νά ἀθυμήσεις, ὄχι ὅταν πάσχεις κακό, δηλαδή ὅταν σοῦ κάνει κάποιος ἄλλος κακό, ἀλλά ὅταν ἐσύ κάνεις τό κακό. Τότε νά λυπηθεῖς καί νά ὁδηγηθεῖς στή μετάνοια. Ὅταν οἱ ἄλλοι σοῦ κάνουν κακό, μή λυπάσαι. Ἄν λυπηθεῖς τότε, σημαίνει ὅτι ἔχεις φιλαυτία, ἔχεις ἐγωισμό καί ἔχεις ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καί συνεχίζει ὁ Ἅγιος λέγοντας «ἐμεῖς ἀντιστρέψαμε τήν τάξη καί ἀλλάξαμε τούς καιρούς καί ἐνῶ κάνουμε μύρια κακά, καθόλου δέ συμμαζευόμαστε, δέ συστελλόμαστε, δέ μετανοοῦμε. Κι ὅταν πάθουμε κάτι κακό ἀμέσως καταπέφτουμε. Ἀμέσως μᾶς πιάνει ἴλιγγος. Ἀμέσως σπεύδουμε ν’ ἀπαλλαχτοῦμε, νά γλιτώσουμε, νά ἀποφύγουμε αὐτό πού μᾶς βρήκε». Νά γιατί ἡ λύπη εἶναι αἴσθημα φορτικό καί βαρύ. Ὅταν τή χρησιμοποιεῖ κανείς κακῶς, τότε βασανίζεται καί βασανίζει καί τούς ἄλλους.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ μέ κακό τρόπο τή λύπη, ἔχει μιά διπλή παθολογική συμπεριφορά. Προσέξτε, κάνει δύο λανθασμένες πράξεις. Ἀπό τή μιά, δέν θλίβεται, καθῶς ὄφειλε, γι’ αὐτά πού ἀξίζει νά θλιβεῖ, γιά τό ὅτι εἶναι σέ κατάσταση ἁμαρτίας, πτώσης καί ἀρρώστιας. Ἀπό τήν ἄλλη, λυπᾶται γιά πράγματα πού δέν ἀξίζει. Διπλό κακό. Σκορπίζει καί σπαταλάει αὐτή τή δύναμη πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, τῆς λύπης, σέ πράγματα πού δέν ἀξίζει καί δέν τή χρησιμοποεῖ γιά τό σκοπό πού πρέπει νά τή χρησιμοποιήσει. Δηλαδή στή μετάνοια.
Εἶναι διαπιστωμένο πώς σήμερα οἱ ἄνθρωποι τό θεωροῦν ἀδυναμία νά κλαῖς. Δέν εἶναι ἀδυναμία νά κλαῖς, εἶναι δύναμη. Τό θέμα ὅμως εἶναι:
- Γιά ποιό λόγο κλαῖς; Κλαῖς ἐπειδή σέ πρόσβαλε ὁ ἄλλος μέ ἕνα λόγο; Σοῦ ἔθιξε τόν ἐγωισμό; Σοῦ ἔθιξε τήν ὑπερηφάνεια;
Ἔ, τότε ἁμαρτάνεις. Ὅταν ὅμως κλαῖς γιά τίς ἁμαρτίες σου, τότε ἁγιάζεσαι. Ἑπομένως δέν εἶναι ντροπή τό νά κλαῖς. Ντροπή εἶναι τό νά κλαῖς γιά λάθος λόγο. Νά κλαῖς ἀπό ἐγωισμό, ἀπό ὑπερηφάνεια, γιά πράγματα πού δέν ἀξίζει.
Ἡ δύναμη τῆς θλίψης πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν τοῦ χρησιμεύει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἀντίθετα χρησιμοποιεῖται ἄκαιρα, παράλογα καί ἀφρόνως. Ἀσύνετα δηλαδή σέ σχέση μέ τό φυσικό σκοπό της, πού ἐκδηλώνει τήν προσκόλλησή του στόν κόσμο. Μία λύπη δηλαδή γιά τά αἰσθητά πράγματα, γιά αὐτά πού δέν ἀξίζει νά λυπηθεῖς, φανερώνει πώς ἔχεις μιά προσκόλληση σ’ αὐτόν τόν κόσμο καί τελικά αὐτή ἡ λύπη σέ ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία. Στήν ὁλοκληρωμένη ἁμαρτία.
Βλέπετε, γι’αὐτούς πού ἔχουνε κατάθλιψη, ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος ὅτι ἡ ρίζα, ἡ αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός. Αὐτοί πού ἔχουν αὐξημένο, πολύ ἐγωισμό βυθίζονται στήν κατάθλιψη καί σιγά-σιγά κατά κάποιον τρόπο, ὅπως τό λέει ἁπλά ὁ λαός ‘βράζουν στό ζουμί τους’ καί στό τέλος σαπίζουν ἐκεῖ μέσα σ’ αὐτή τήν κατάσταση, ἄν δέν ἀποφασίσουν νά κάνουν μιά κίνηση μετανοίας, μιά κίνηση ταπείνωσης. Γιατί αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια, εἶναι νά ταπεινωθεῖς, νά πεῖς ὅτι ἐγώ φταίω καί δέ φταίει κανένας. Ἐνῶ αὐτοί πού εἶναι ἐγωιστές, σοῦ λένε φταίει ὁ ἄλλος γιατί μέ πλήγωσε, γιατί μοῦ φέρθηκε ἄσχημα καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού νιώθω ἔτσι.
Πέρα ἀπ’ αὐτό πού ἡ ἴδια ἡ λέξη πιθανόν φανερώνει, ἡ λέξη ‘λύπη’, μέσα στήν ἔννοια τῆς λύπης ὑπάρχουνε κι ἄλλες ἔννοιες. Ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς ἀποθάρρυνσης, τῆς ἀθυμίας, τῆς ἀτονίας, τῆς ἀδυναμίας, τῆς ψυχικῆς ἐπιβάρυνσης, τοῦ πόνου, τῆς κατάπτωσης, τῆς στενάχωρης διάθεσης, τῆς καταπίεσης, τῆς κατάθλιψης, οἱ ὁποῖες ὅλες αὐτές οἱ καταστάσεις συχνότατα συνοδεύονται ἀπό ἔντονη ἀνυπομονησία καί ἀπό ἀγωνία. Ὅλα αὐτά εἶναι παρεμφερή καί συνδέονται μέ τή λύπη.
Ποιές εἶναι οἱ αἰτίες τῆς λύπης;
Συνήθως ὑπάρχει μιά δυσλειτουργία, μιά παθολογική δράση στά δυό μέρη τῆς ψυχῆς: στό θυμοειδές καί στό ἐπιθυμητικό. Σύμφωνα καί μέ τούς ἀρχαίους ἡ ψυχή μας ἔχει τρία μέρη. Ἔχει τό λογιστικό, τό νοῦ δηλαδή, ἔχει τό θυμοειδές, πού συνδέεται μέ τά συναισθήματα καί τό ἐπιθυμητικό, μέ τίς ἐπιθυμίες.
Συνδέεται ἑπομένως ἡ λύπη μέ τήν ἐπιθυμία ἤ καί μέ τήν ὀργή. Μέ ἄλλα λόγια, συνδέεται μέ τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμοειδές (τήν ὀργή). Ἀναφέρει κάποιος ἐκκλησιαστικός συγγραφέας ὅτι ἡ λύπη ἄλλοτε συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος στερεῖται κάποιες ἐπιθυμίες του, δέν ἐκπληρώνονται κάποιες ἐπιθυμίες του καί ἄλλοτε ἀκολουθεῖ τήν ὀργή, παρέπεται, εἶναι δίπλα δίπλα μέ τήν ὀργή. Γι’ αὐτό, συμβαίνει ἕνας πού ὀργίζεται νά κλαίει κιόλας. Θυμώνει κι ἀπό τόν πολύ θυμό πέφτει καί σέ αὐτή τή θλίψη, τή λύπη. Ἐπίσης μπορεῖ νά γεννιέται ἀπό ἄμεση δαιμονική ἐνέργεια, μιά τρίτη αἰτία τῆς λύπης καί ἀκόμα χωρίς κάποιο κίνητρο, χωρίς κάποια προφανή αἰτία. Μιά λύπη γιά τήν ὁποία δέ γνωρίζεις τόν λόγο ἐμφάνισης.
Ἄς τά δοῦμε λίγο πιό ἀναλυτικά.
Ἡ πρώτη αἰτία καί ἡ συχνότερη εἶναι ἡ ματαίωση μιάς ἤ περισσοτέρων ἐπιθυμιῶν. Δέν γίνεται τό θέλημά μου καί στενοχωριέμαι. Γι’ αὐτό ἔλεγε ἕνας ἅγιος: «θέλεις νά μη στενοχωριέσαι; Νά πάψεις νά θέλεις». Θά γλιτώσεις ἀπό ὅλες τίς στενοχώριες. «Δέν θέλω τίποτα». Ὁπότε δέν ἔχεις λόγο νά στενοχωρηθεῖς γιά κάτι. Γιατί; Γιατί ὅτι σοῦ συμβαίνει τό θέλεις καί λές ἀφοῦ τό στέλνει ὁ Θεός, τό θέλω. Ἄραγε σοῦ γίνονται ὅλα, ὅπως τά θέλεις.
«Ἡ λύπη συνίσταται», λέει πάλι ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, δηλαδή δημιουργεῖται «ὅταν ὑπάρξει ἀποτυχία μιάς σαρκικῆς ὀρέξεως», μιάς σαρκικῆς ἐπιθυμίας. Τό ‘σαρκικῆς’ τώρα νά τό ἐννοήσετε μέ γενικότερη ἔννοια, δηλαδή μιάς γήινης, μιάς ὑλικής ὄρεξης. Ὄρεξη θά πεῖ ἔντονη ἐπιθυμία. Ὅταν δημιουργήσει ὁ ἄνθρωπος μιά τέτοια ἔντονη ἐπιθυμία μέσα του καί ἀποτύχει, ἀκολουθεῖ ἡ λύπη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός σημιώνει ἐπιπλέον ὅτι «ἡ λύπη ὁρισμένες φορές προέρχεται ἀπό τή διαπίστωση τῆς διάψευσης μιάς ἐλπίδας πού εἴχαμε». Εἴχα ἐλπίσει σέ κάποιον, σέ κάτι ὅτι θά γίνει, δέ γίνεται καί πέφτω σέ λύπη. Ἀκόμα ὅτι «μιά ἀπ’ τίς κύριες ἐκφάνσεις της ἀκολουθεῖ κάποια ματαιωθεῖσα ἐπιθυμία». Εἶχα μιά ἐπιθυμία πού ματαιώθηκε καί μέ ἀφορμή αὐτό, πέφτω σέ λύπη. «Στό μέτρο πού σέ κάθε πάθος συνέζευξται ὄρεξις». Κάθε πάθος δηλαδή εἶναι συνδεδεμένο μέ τήν ἐπιθυμία καί κατ’ ἀναλογία εἶναι συνδεδεμένο καί παράγει λύπη. Κάθε ἐπιθυμία δηλαδή, κάθε πάθος συνδέεται μέ ἐπιθυμία.
- Τί σημαίνει πάθος;
Μιά ἔντονη ἐπιθυμία γιά κάτι.
Ἔχει κάποιος τό πάθος τοῦ φαγητοῦ. Ἔχει μιά ἔντονη ἐπιθυμία γιά φαγητό. Πολλές φορές ὁρμάει ἀσυγκράτητα. Λοιπόν, ὅταν τοῦ ματαιώσεις αὐτή τήν ὁρμή, τήν ἐπιθυμία, γιά κάποιο λόγο, δέ βρεῖ φαγητό - γιά παράδειγμα - γεμίζει μέ λύπη.
Κάθε πάθος παράγει λύπη. Προσέξτε το αὐτό!
Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἀμετανόητος εἶναι καί κατσούφης. Εἶναι λυπημένος. Παρατηρῆστε κάποιον καί θά τό διαπιστώσετε. Μπορεῖ νά γελάει ἀκόμη καί μέ τά πιό ἀσήμαντα γιατί δέ θέλει νά φανερώσει τήν ἀληθινή κατάστασή του γιά νά μή τόν οἰκτήρουν οἱ ἄλλοι. Ἀπό κενοδοξία δηλαδή φοράει μιά μάσκα τοῦ εὐτυχισμένου, ἀλλά ὅταν τόν δεῖς τό βράδυ στό σπίτι του, στό δωμάτιό του μόνο του, θά δεῖς πόση μαυρίλα ἔχει ἡ ψυχή του. Διότι ἔχει ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες. Ἀντίθετα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶναι χαρούμενος γιατί ἀκριβῶς ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ τά πάθη, τά ὁποῖα παράγουν λύπη καί ἔχει συνδεθεῖ μέ τήν ἀπάθεια, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς χαράς γιατί τραβάει τόν Θεό.
Καί πάλι «ὁ ἀγαπῶν τόν κόσμο, λυπηθήσεται πολλά» μᾶς λένε οἱ Πατέρες.
- Ἀγαπάς τόν κόσμο;
- Θα ἔχεις πολλές λύπες.
Εἶναι κρίμα πού οἱ σύγχρονοι «χριστιανοί» ἐνίοτε σοῦ λένε:
- Ὄχι νά τά βροῦμε μέ τόν κόσμο. Νά πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά νά εἴμαστε καί μέ τόν κόσμο, μέ τό κοσμικό πνεῦμα γιατί δέν εἴμαστε καλόγεροι.
«Καί εἶναι αὐτό πού ἔχει ἀνατρέψει τά πάντα», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ ἀντίληψη ὅτι ἐμεῖς στόν κόσμο δικαιούμαστε νά ἔχουμε καί λίγες ἁμαρτίες. Ἐνῶ οἱ καλόγεροι πρέπει να ἔχουνε πλήρη ἀκρίβεια στήν τήρηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
- Ὄχι, ὅλοι πρέπει νά ἔχουμε ἀκρίβεια στήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν.
Στό μέτρο πού συνδέεσαι καί ἀγαπᾶς τόν κόσμο καί τά κοσμικά, θά ἔχεις λύπες, θά ἔχεις θλίψεις. Καθῶς ἡ ἡδονή συνδέεται μέ τήν ἐπιθυμία -τό λένε οἱ Πατέρες αὐτό ὅτι κάθε ἐπιθυμία δημιουργεῖ μιά ἡδονή μέσα στόν ἄνθρωπο, ὅταν ἐπιθυμήσεις κάτι καί ἀρχίσεις νά τό φτιάχνεις κιόλας μέ τή φαντασία σου, νιώθεις μιά εὐχαρίστηση μέσα σου- αὐτή ἡ ἡδονή ὀδηγεῖ σίγουρα στή λύπη.
«Λύπη ἐστι στέρησις ἡδονῆς ἢ παρούσης ἢ προσδοκωμένης»
Αὐτό τόν ὁρισμό τόν δίνει καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος καί ὁ Ἅγιος Θαλάσσιος. Αὐτή εἶναι ἡ λύπη. Εἶναι ἡ στέρηση μιάς ἡδονῆς, πού εἴτε εἶναι παρούσα καί γιά κάποιο λόγο μᾶς τή στεροῦνε, μᾶς τήν παίρνουνε, ἤ τήν προσδοκοῦμε, τήν περιμένουμε καί δέ μᾶς ἔρχεται. Εἴμαστε σέ μία διαρκή λύπη. «Ἡ ἡδονή» ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, «ἀναπόφευκτα ἀκολουθεῖται ἀπό τήν ὀδύνη». Εἶναι πνευματικός νόμος αὐτός. Κάθε ἡδονή ἔχει σάν ἀκόλουθο τήν ὀδύνη, τόν πόνο δηλαδή, «ἡ ὁποία συχνότατα εἶναι ψυχικῆς ὑφῆς καί ὄχι φυσικῆς». Δηλαδή δέν ἔρχεται ἀπό τό σῶμα, δέν εἶναι ἀπό τήν ὕλη, εἶναι μέσα ἀπό τήν ψυχή. Κάθε ἡδονή πού δημιουργεῖται μέσα στήν ψυχή μετά ἀκολουθεῖται ἀπό μιά ὀδύνη πάλι μέσα στήν ψυχή. Γι’ αὐτό, λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὅτι «ἡ λύπη εἶναι τέλος τῆς κατ’ αἴσθησιν ἡδονῆς». Τῆς ἡδονῆς πού ἔρχεται μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Γιά τό λόγο αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς λένε νά ἔχουμε ἐγκράτεια. Δηλαδή νά μειώνουμε τίς ἡδονές πού ἔρχονται μέσα ἀπό τίς αἰσθήσεις, γιά νά γλιτώνουμε ἀπό τίς ὀδύνες. Τίς ἀντίστοιχες ὀδύνες. Ἀπό τήν ἄλλη μᾶς παροτρύνουν νά προκαλοῦμε ἑκούσιες ὀδύνες, ὅπως νά νηστεύουμε, νά ἀγρυπνοῦμε -ὅσο μποροῦμε-, νά χαμεκοιτοῦμε κλπ., ἔτσι ὥστε μέ αὐτό τό ἀντίδοτο - τήν ὀδύνη νά ἐξουδετερώσουμε τήν αἰσθησιακή ἡδονή πού πέρασε μέσα μας καί μᾶς δηλητηριάζει. Στό μέτρο πού δέν ἐπιδιώκουμε κάτι τέτοιο, τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά νά μᾶς βοηθήσει. Ἔτσι μᾶς στέλνει μιά ἀρρώστια ἤ μᾶς στέλνει ἕνα πόνο, μέ σκοπό ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευτεῖ.
Καθ’ ὅσον ἡ λύπη εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ματαίωσης μιάς σαρκικῆς ἐπιθυμίας -μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια ἡ λέξη ‘σαρκική’- ἀποκαλύπτει μιά προσκόλληση τοῦ ἀτόμου σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Καί λένε πάλι οἱ Πατέρες, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά διώξεις τόν ἐχθρό, ὅταν ἔχεις προσκόλληση σέ κάτι ἀπό τά ἐπίγεια πράγματα.
- Ἔχεις προσκόλληση στά χρήματα;
- Δέν μπορεῖς νά φτάσεις στήν ἀπάθεια.
Θά ἔχεις μόνιμα μία πηγή λύπης μέσα σου γιατί θά σκέφτεσαι «τί θά γίνουν τά χρήματα μου; Ἅμα γίνει κρίση, ὅπως ἔγινε, καί πόσο θά κρατήσει ἡ κρίση; Καί πότε θά τελειώσει;» Ζεῖς μία μόνιμη ἀγωνία.
Καί πάλι λέει ὁ Ἅγιος Δωρόθεος, ὅτι «αὐτός πού δέν θά καταφρονήσει κάθε ὑλικό πράγμα, κάθε ὕλη, δέν μπορεῖ ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή λύπη».
Βλέπετε; Δέν μπορεῖς ν’ ἀπαλλαγεῖς ἄν δέν καταφρονήσεις τόν ὑλικό κόσμο!
Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνουμε μοναχοί, ἀλλά νά ἐλευθερωθεῖ ἡ ψυχή μας ἀπό τήν προσκόλληση στά ὑλικά πράγματα καί νά τά ἔχεις σά νά μήν τά ἔχεις. Κάποια πράγματα χρειάζεται νά τά ἔχεις. Ἀλλά νά νιώθεις τό ἴδιο καί σέ περίπτωση πού τά χάσεις. Ὅπως τό ἔλεγε πολύ ὄμορφα ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς «καί νά σᾶς τά πάρουν ὅλα, μή σᾶς νοιάζει». Μπορεῖ αὐτό νά γίνει κι ἐδῶ καί νά μᾶς τά πάρουν ὅλα. Δέ μᾶς νοιάζει. «Τήν ψυχή καί τό Χριστό νά μή σᾶς πάρουνε». Αὐτά λέει δέ μποροῦνε νά σᾶς τά πάρουνε, ἐκτός ἄν τά δώσετε μόνοι σας. Φοβᾶμαι ὅτι σήμερα αὐτά τά δίνουμε μόνοι μας ἐμεῖς οἱ μοντέρνοι Ἕλληνες..
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος παρατηρεῖ: «Ὅποιος μίσησε τόν κόσμο, αὐτός διέφυγε ἀπό τή λύπη κι ὅποιος ἔχει προσπάθεια, δηλαδή προσκόλληση σέ κάποιο ἀπ’ αὐτά πού βλέπουν τά μάτια, ἀκόμα δέν ἔχει γλιτώσει ἀπ’ τή λύπη». Σέ ὁτιδήποτε, ἀκόμη καί σέ μιά καρφίτσα νά ἔχεις προσκόλληση, θά ἔχεις λύπη.
«Γιατί πῶς δέ θά λυπηθεῖ ὅταν στερηθεῖ αὐτό πού ἀγαπάει;» λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης πολύ ἁπλά καί πολύ σοφά. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά κολλάει ἡ καρδιά μας πουθενά καί σέ τίποτα. Ἐπίσης λέει: «Ἐάν κάποιος νομίζει ὅτι ἔχει ἀποκολληθεῖ ἀπό τήν προσπάθεια», ὅτι πλέον εἶναι ἐλεύθερος καί δέν ἔχει κολλήσει ἡ καρδιά του πουθενά, «καί δεῖ μετά ὅτι στενοχωριέται ἡ καρδιά του ὅταν τό στερηθεῖ», αὐτό τό συγκεκριμένο, «αὐτός ἔχει τελείως ἐξαπατηθεῖ». Κοροϊδεύει τόν ἑαυτό του δηλαδή. Λέει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος καί ὅταν χάσει αὐτό, ἀπό τό ὁποῖο νομίζει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος, τότε στενοχωριέται. Ἡ στενοχώρια ἀποδεικνύει ὅτι δέν εἶναι ἐλεύθερος, ὅτι ἔχει προσκόλληση. Μέ αὐτό τόν τρόπο μποροῦμε κι ἐμεῖς νά δοκιμάσουμε τόν ἑαυτό μας.
Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπ’ ὅλα αὐτά; Ἀπό τό αὐτοκίνητό σου, ξέρω ’γῶ, ἀπό τά χρήματα, ἀπό ὁτιδήποτε. Πῶς θά τό καταλάβεις; Ἄν κάποιος στό κλέψει ἤ στό γρατσουνίσει τί θά κάνεις; Θά στενοχωρηθεῖς ἤ δέ θά στενοχωρηθεῖς;
Ἐμεῖς τό θεωροῦμε φυσιολογικό νά στενοχωρηθοῦμε, ἔτσι;
Δέν εἶναι φυσιολογικό. Εἶναι ἀφύσικο γιατί σημαίνει ὅτι ἔχεις μιά προσκόλληση σ’ αὐτό τόν κόσμο, πού σημαίνει ὅτι ἡ ψυχή σου εἶναι δεμένη μέ αὐτά, πού σημαίνει ὅτι ἔχεις ἕνα βάρος κι αὐτό τό βάρος δέ σ’ ἀφήνει νά πετάξεις. Ὅμως αὐτό τό βάρος δέ θά σ’ ἀφήσει νά πετάξεις καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου σου. Τότε πού θά πρέπει νά πετάξεις, νά πᾶς στόν οὐρανό ἐλαφρός. Εἴδατε πού τό λέμε; Ἔχω ἕνα βάρος στήν ψυχή μου. Γι’ αὐτό πᾶμε καί ἐξομολογούμαστε γιατί πρέπει νά φροντίζουμε νά εἶναι ἐλαφριά ἡ ψυχή μας ἀπό τώρα. Μήν περιμένουμε τήν τελευταία ὥρα νά ἐξομολογηθοῦμε.
Συχνά μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε τή λύπη στήν ἀπώλεια ἑνός αἰσθητοῦ ἀγαθοῦ ἤ στήν ὁποιαδήποτε ζημιά πού θά πάθαινε κάποιο σχέδιό μας.
Δεύτερον, ἡ ἐμπαθής προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου στή γήινη ζωή του καί ὅ,τι δέχεται σέ αὐτή προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τά πάθη του εἶναι δυνατό νά προκαλέσει τή δημιουργία λύπης. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ καί μέσα ἀπό τή δοκιμασία τῆς σκέψης γιά ὁτιδήποτε μπορεῖ νά θέσει τή ζωή του σέ κίνδυνο. Δηλαδή τή νόσο, τά κακά πού βρίσκεται ἐκτεθειμένος, τόν θάνατο. Μόνο μέ τή σκέψη, δηλαδή, ὅτι μπορεῖς ν’ ἀρρωστήσεις, ὅτι μπορεῖς νά πεθάνεις ἤ μπορεῖ νά ὑποφέρεις γιά κάτι, σέ πιάνει λύπη.
Ἄλλη αἰτία λύπης, πού συνδέεται μέ τίς ἐπιθυμίες, εἶναι ὁ φθόνος ἤ ἡ ἔντονη ἐπιθυμία γιά κάποιο ἀγαθό, ὑλικό, ἤ καί ἠθικό, πού ἔχει κάποιος ἄλλος. Καί αὐτό μπορεῖ νά ξεσηκώσει τή λύπη.
Πόσο πραγματικά ὑποφέρουμε ἀπ’ αὐτό τό πράγμα! Φθονοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί γεμίζει ἡ ψυχή μας ἀπό κατήφεια.
Ἐπίσης, μπορεῖ ἐξίσου, ἡ λύπη νά ἔχει αἰτία τήν ἀπογοήτευση ἤ τή διάψευση τῆς ἀναζήτησης τιμῶν καί δόξας. Ἐλπίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι κάποτε θά καταφέρει νά δοξαστεῖ. Ἐπιτέλους ν’ ἀναγνωριστεῖ ἡ ἀξία του. Ἐπιτέλους νά τόν ἀναγνωρίσουν, νά τόν παραδεχτοῦν οἱ ἄλλοι. Κι ἄν ὄχι ὅλος ὁ κόσμος, τουλάχιστον ἡ οἰκογένειά του. Τουλάχιστον ὁ σύζυγός του. Ὁπότε, ὅσο δέ γίνεται αὐτό, γεμίζει μέ λύπη. Αὐτή ἡ λύπη βέβαια συνδέεται μέ τό μεγάλο πάθος πού λέγεται κενοδοξία.
Βλέπετε πόσα αἴτια μέσα σέ αὐτό τό μεγάλο κεφάλαιο πού λέγεται ‘ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες’; Ὅλα αὐτά συνδέονται μέ τή λύπη.
Ἄς σημειώσουμε ἀκόμα ὅτι ἡ λύπη ἴσως δέν προκαλεῖται ἀπό τή ματαίωση κάποιας ἰδιαίτερης ἐπιθυμίας, πού ἀναφέρεται σέ κάποιο ἀντικείμενο σαφῶς καθορισμένο. Μπορεῖ νά συνδέεται μέ γενική ἔλλειψη ἱκανοποίησης. Εἶμαι ἀνικανοποίητος. Εἶμαι κενός. Ἔχω ἕνα αἴσθημα ὁλικής ματαίωσης. Εἶμαι σέ ὅλα χάλια. Ὅλα εἶναι ἀκυρωμένα. Ὅλα εἶναι ματαιωμένα. Τίποτα δέν πάει καλά. Σέ τίποτα δέν ἔχω πετύχει. Αὐτό τό αἴσθημα τῆς ὁλικής ματαίωσης ἀναφέρεται στήν ὕπαρξη συνολικά. Ἀποκαλύπτει ὅτι οἱ βαθιές καί θεμελιώδεις ἐπιθυμίες τοῦ προσώπου, δέν ἔχουν ἐκπληρωθεῖ. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δέν ἔχει βρεῖ τόν ἑαυτό του. Αὐτό βέβαια καταλήγει στή λύπη. Εἶναι τό ὑπαρξιακό κενό, ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἄδειος. Φυσικά θά νιώθει ἄδειος, ὅσο λείπει ὁ Θεός. Διότι ἡ ψυχή πού ἔχει ἕνα ἄπειρο βάθος καί ἕνα πνευματικό ὑπόστρωμα, δέ γεμίζει παρά μόνο μέ το Θεό.
Βλέπετε, πόσο ἀνόητα φερόμαστε καί νομίζουμε ὅτι μέ τά πολλά χρήματα -τά ὁποῖα συνήθως ἔρχονται καί μέ ἄνομο τρόπο, μέσα ἀπό κλοπές κλπ- θά γεμίσουμε τήν ψυχή μας. Ἀφοῦ πλέον θά κάνεις τή μεγάλη ζωή καί θά τά ἔχεις ὅλα! Τή λύπη ὅμως δέ θά τή διώξεις!
Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη αἰτία τῆς λύπης, οἱ ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες.
Ἄς ἐξετάσουμε τή δεύτερη αἰτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὀργή. «Ἡ λύπη» λέει ἕνας ἐκκλησιαστικός συγγραφέας «συνίσταται ἀπό λογισμῶν ὀργῆς». Ἀπό λογισμούς ὀργῆς. Καί ἐξηγεῖ : «ἀμύνης γὰρ ὄρεξις ἐστιν ὁ θυμός».
- Τί εἶναι ὁ θυμός;
Εἶναι μιά ἔντονη ἐπιθυμία γιά ἄμυνα, νά ὑπερασπιστεῖς τόν ἑαυτό σου. Ἔχεις μιά ἔντονη ἐπιθυμία νά ὑπερασπιστεῖς τόν ἑαυτό σου γιατί νομίζεις ὅτι θίγεσαι, ὅτι ἀδικήσαι, ὅτι σέ ποδοπατᾶνε καί θυμώνεις. «Ἀποτυχία δέ ἀμύνης, ἐγεννήσεται λύπη».
Βλέπετε πῶς οἱ Πατέρες μέ δυό λέξεις μᾶς τά λένε ὅλα; Πᾶς ν’ ἀμυνθεῖς, νά ὑπερασπιστεῖς τόν ἑαυτό σου, ἀποτυγχάνεις καί ἀμέσως πέφτεις κάτω. Γεμίζεις μέ λύπη. Ἀποτυχία ἀμύνης. Ἀπέτυχες δηλαδή νά βρεῖς τό δίκιο σου, νά δικαιωθεῖς. Ἐπιτέλους νά δείξεις στόν ἄλλον τί ἀξίζεις ἤ καί νά ἐκδικηθεῖς. Στό ἴδιο πνεῦμα, λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος πάλι «ἡ λύπη τή μνησικακία συνέζευκται». Εἶναι συνδεδεμένη μέ τή μνησικακία.
- Τί εἶναι ἡ μνησικακία;
Εἶναι τό νά θυμάσαι, νά μνημονεύεις, νά ἔχεις τή μνήμη τοῦ κακοῦ. Νά θυμάσαι τό κακό πού σοῦ ἔχουν κάνει. Αὐτή εἶναι ἡ μνησικακία. Τό ἔχουμε ξαναπεῖ, σέ περίπτωση πού ὁ σύζυγος θυμώσει στή σύζυγο, ἀρχίζει ἡ σύζυγος καί θυμᾶται ἀπ’ τήν πρώτη μέρα τῆς γνωριμίας τοῦ γάμου, πρίν σαράντα χρόνια τί τῆς ἔχει κάνει. Αὐτή εἶναι μνησικακία. Σάν βίντεο περνάνε ὅλα ἀπό μπροστά της. Δέν πρέπει ὡστόσο νά ἐπιτρέψει νά περάσουνε, νά τά ξαναναπλάσει. Γιατί ἔτσι ξαναξύνει τήν πληγή. Τό εἶπα γιά τή σύζυγο, ἀλλά καί ὁ σύζυγος βέβαια μπορεῖ πάθει τό ἴδιο. Ἀμέσως μετά βέβαια ἔρχεται ἡ λύπη συνεζευγμένη μέ τήν μνησικακία.
«Ὅταν λοιπόν ὁ νοῦς», συνεχίζει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, «ἐνοπτρίζεται», δηλαδή βλέπει σάν σέ καθρέφτη, «τό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μετά λύπης» βλέπει μέσα στήν ὀθόνη -θά λέγαμε- τοῦ νοῦ τό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ μέ λύπη, «δῆλον ὅτι μνησικακία ἔχει πρός αὐτόν». Εἶναι φανερό ὅτι ἔχει μέσα του μνησικακία.
- Πῶς βλέπεις τό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ σου μέσα στήν ὀθόνη τοῦ νοῦ σου; Τό βλέπεις μέ χαρά ἤ μέ λύπη;
Εἶναι φανερό ὅτι ἄν κανείς παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του μπορεῖ νά διαγνώσει ἀπό τί πάσχει. Τί ἀρρώστιες ἔχει. Ὅταν φαντάζεσαι, δημιουργεῖς, ἔχεις μέσα σου τήν εἰκόνα τοῦ ἀδελφοῦ σου, στό νοῦ σου δηλαδή, πῶς τόν βλέπεις, μέ τί διάθεση; Μέ λύπη ἤ μέ χαρά; Ἄν τό βλέπεις μέ λύπη, σημαίνει ὅτι ἔχεις μνησικακία, δηλαδή ἔχεις συσσωρευμένο θυμό, συσσωρευμένη ὀργή.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός ἐπιβεβαιώνει πάλι, χωρίς νά παρέχει διευκρινήσεις ὅτι «ὁρισμένες φορές ἡ λύπη προέρχεται ἀπό τήν ὀργή ἤ τήν ἀγανάκτησή μας».
Ἡ λύπη ἴσως συνδέεται καί μέ ἄλλα αἰσθήματα. Εἴπαμε ὅτι συνδέεται μέ τή μνησικακία. Ἐκεῖ καταλήγει συχνά ἰδιαίτερα τό αἴσθημα τῆς ὑπερβολικῆς ἤ δυσανάλογης πρός τό ἐρέθισμα ὀργῆς. Δηλαδή ὅταν κανείς ὀργιστεῖ πάρα πολύ καί τό κλείσει μέσα του, ὅπως λέμε, δημιουργεῖ αὐτή τή φωλιά τοῦ κακοῦ μέσα του, πού λέγεται μνησικακία. Καί θά πεῖ κανείς:
- Πῶς θεραπεύεται αὐτή ἡ κατάσταση; Πῶς ἡ ὀργή δέ θά γίνει μνησικακία;
Θά πρέπει ἄμεσα νά δράσει ὁ ἄνθρωπος θεραπευτικά καί τό πρῶτο θεραπευτικό εἶναι νά μή μιλήσει τήν ὥρα πού ὀργίστηκε, πού θύμωσε. Ἐάν μίλησε, νά ζητήσει συγγνώμη. Νά ζητήσει ἀμέσως συγγνώμη, ὥστε νά μή γίνει αὐτή ἡ κατάσταση μνησικακία. Νά μήν ἀποταμιευτεῖ μέσα στήν καρδιά. Νά ζητήσει ἀμέσως συγγνώμη, νά ταπεινωθεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά φύγει τό πονηρό πνεῦμα. Γιατί περί πονηροῦ πνεύματος πρόκειται. Ὁ θυμός, ἡ ὀργή καί ἡ μνησικακία εἶναι πονηρά πνεύματα καί τό πονηρό πνεῦμα δέ φεύγει οὔτε μέ τίς φωνές, οὔτε μέ τό νά ζοριστοῦμε, οὔτε μέ τό νά προσπαθήσουμε νά ξεχάσουμε.
Ἄν δέν προσευχηθοῦμε, δέ γίνεται τίποτα. Θά πρέπει νά ταπεινωθεῖς, νά ζητήσεις συγγνώμη καί μετά ἀμέσως νά προσευχηθεῖς. Νά ζητήσεις συγχώρηση ἀπό τό Θεό. Πολλές φορές λέω στούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται νά ἐξομολογηθοῦνε:
- Νά πεῖς τρεῖς φορές τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με’ μέ τήν καρδιά σου ὅμως.
Καί θά πεῖς: Φτάνει;
Φτάνει. Ἄν τό πεῖς τρεῖς φορές μέ τήν καρδιά σου, ὁ δαίμονας δέν ἀντέχει. Τόση εἶναι ἡ δύναμή του, τρεῖς φορές δέν ἀντέχει ν’ ἀκουστεῖ τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ’, σηκώνεται καί φεύγει. Ἔτσι γλιτώνεις ἀπό τή μνησικακία. Ἄν δέν προσέξεις, ἡ ὀργή θά μετατραπεῖ σέ μνησικακία. Τήν ἴδια κατάληξη ἔχει καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνεκδήλωτη ὀργή. Μερικοί ξεσπᾶνε. Σοῦ λέει:
- Ἐγώ μόλις θυμώσω τό λέω ἀμέσως.
- Κι αὐτό δέν εἶναι σωστό.
- Γιατί;
- Μπορεῖ μέν πρός στιγμή ν’ ἀνακουφίζεσαι, ἀλλά πάλι δέ γλιτώνεις ἀπ’ τή μνησικακία, ἰδίως ὅταν εἶναι ἔντονος ὁ θυμός καί ἡ ὀργή.
Ἡ λύπη ἀκόμα μπορεῖ νά παραχθεῖ καί ἀπό τήν προσβολή τῆς ἰδεατῆς εἰκόνας πού ἔχει τό ὑποκείμενο γιά τόν ἑαυτό του.
- Τί σημαίνει αὐτό;
Ὁ καθένας μας ἔχει δημιουργήσει μέσα του μιά ἰδέα γιά τό ποιός εἶναι. Μιά ἰδεούλα, ἄν θέλετε. Ὅτι ἐπιτέλους εἶμαι καί ’γῶ κάτι. Ἔστω κάτι λίγο.. Εἶμαι ὅμως κάτι. Ὅταν κανείς τοῦ προσβάλει αὐτή τήν ἰδέα, λυπᾶται. Γι’ αὐτό, λένε οἱ Πατέρες, πρέπει νά ξεριζώσεις κάθε ἰδέα. Κάθε ἰδεούλα ὅτι εἶσαι ἔστω καί κάτι. Δέν εἶσαι τίποτα. Μόνο τότε θά ἀποφύγεις τή λύπη.
«Ἀδικούμενοι -ὅταν μᾶς ἀδικοῦνε ἤ νομίζουμε ὅτι μᾶς ἀδικοῦνε, ἔχουμε ὑποψία ὅτι μᾶς ἀδικοῦνε- θυμώνουμε», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Γίνεται τότε μεικτό τό πάθος, ἀπό ἐπιθυμία καί θυμό καί μᾶς ὁδηγεῖ στή λύπη.
Σέ ὅλες σχεδόν τίς περιπτώσεις τό ἄτομο ἐμφανίζει προσκόλληση στόν ἑαυτό του, ἐνῶ τό πάθος του συνδέεται μέ τή ματαιότητα καί τήν ὑπερηφάνεια, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ ὀργή πού τό ἀκολουθεῖ.
- Βλέπεις ἄνθρωπο ὀργίλο;
Νά ξέρεις ὅτι ἔχει ὑπερηφάνεια. Ἔχει ἐγωισμό.
- Ἔχω τά νεῦρα μου λέει, εἶμαι νευρικός.
Καί τό θεωρεῖ φυσιολογικό. Δέν εἶναι καθόλου φυσιολογικό. Εἶσαι ἐγωιστής.
- Ἄ, λέει μπορεῖ νά ’μαι καί λίγο ἐγωιστής.
Ἐκδηλώνει ἀντίδραση τοῦ ματαιωμένου ‘ἐγώ’ στά πλαίσια τῆς ἐπιθυμίας αὐτοεπιβεβαίωσής του. Αὐτό εἶναι ὀργή. Ἐπειδή ματαιώνεται αὐτή ἡ ἰδέα πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του, ἐνῶ προσπαθεῖ νά τήν ἐπιβεβαιώνει κάθε στιγμή μετά πέφτει στήν ὀργή καί στό ἐπακόλουθο πού εἶναι ἡ λύπη.
Εἶναι διαπιστωμένο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει σχέση μέ τό Χριστό, πάσχει γιά στηρίγματα. Κάθε στιγμή πάσχει γιά νά ἐπιβεβαιώσει αὐτή τήν ἰδεατή εἰκόνα πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του. Ἔτσι θέλει κάποιον δίπλα του συνέχεια νά τοῦ λέει «ναί εἶσαι καλός, μπράβο σου». Μία τελείως ἀρρωστημένη κατάσταση.
Ἐπιπλέον καί αὐτή ἡ ἐπιθυμία πού ἔχουμε νά μᾶς ἀγαπᾶνε εἶναι ἀρρωστημένη. Εἶναι ἕνας κρυμμένος ἐγωισμός. Θέλουμε κάποιον δίπλα μας συνέχεια νά μᾶς λέει ὅτι: ‘ναί εἶσαι καλή, ναί σ’ ἀγαπῶ, εἶσαι ὁ τέλειος, ἡ τέλεια’. Ἐνῶ ἄν εἴχαμε ζωντανή σχέση μέ τό Χριστό, δέ θά ζητούσαμε καθόλου τέτοια πράγματα. Οὔτε θά πάσχαμε νά αὐτοεπιβεβαιωθοῦμε κάθε στιγμή ἀπό τά καλά λόγια τῶν ἄλλων καί ἑπομένως δέ θά εἴχαμε καί αὐτές τίς πτώσεις πού ἔχουμε στή λύπη καί στήν κατάθλιψη.
Ὡστόσο ὁρισμένες φορές ἡ λύπη ἐμφανίζεται ἀναιτιολόγητα.
Λέει ὃ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός «συμβαίνει νά μᾶς πλημμυρίζει ξαφνικά καί ἀναίτια, ἀγωνία, ὁπότε νιώθουμε γεμάτοι ἀπό λύπη, πού δέν ἔχει κανένα λόγο καί κανένα κίνητρο. Καμιά προφανή αἰτία». Σέ ἄλλο σημεῖο πάλι ὁ ἴδιος Ἅγιος διευκρινίζει ὅτι ἁπλῶς «ὑπάρχουνε δύο εἴδη λύπης».
Ἡ πρώτη περιλαμβάνει ὅλες τίς μορφές πού μελετήσαμε παραπάνω, λόγω μή ἐκπλήρωσης τῆς ἐπιθυμίας μας ἤ λόγω τῆς ὀργῆς, ἡ ὁποία εἴπαμε εἶναι πληγωμένος ἐγωισμός, πληγωμένη ὑπερηφάνεια, πληγωμένη ἰδέα τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἀλλά ὑπάρχει κι αὐτή: χωρίς λόγο. Αὐτή ἡ δεύτερη αἰτία λύπης προέρχεται ἀπό ἄγχος καί ἀπόγνωση, χωρίς λόγο. Μεταξύ τῆς δεύτερης αὐτῆς μορφῆς λύπης καί τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας, πού εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο, τά ὅρια εἶναι ἀσαφή καί δυσδιάκριτα. Συνδέεται δηλαδή αὐτή ἡ ‘χωρίς λόγο’ λύπη καί ἀθυμία μέ τήν ἀκηδία, ἡ ὁποία εἶναι ἕνα φοβερό πάθος, δαιμόνιο εἶναι, τό ὁποῖο πιάνει ὅλη τήν ψυχή καί τήν πνίγει. Τή θανατώνει δηλαδή καί ρίχνει τόν ἄνθρωπο σέ μία ἀπραξία. Βέβαια οἱ Πατέρες μᾶς ἔχουν πεῖ τά φάρμακα γι’ αὐτή τήν κατάσταση.
Ἀνακεφαλαιώνοντας θά λέγαμε ὅτι τό πρώτο αἴτιο τῆς λύπης εἶναι ἡ ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία, τό δεύτερο ἡ ὀργή, τό τρίτο ὅτι δέν ὑπάρχει προφανής αἰτία καί τό τέταρτο αἴτιο εἶναι οἱ δαίμονες. Οἱ δαίμονες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στή γέννηση, στήν ἀνάπτυξη καί στή διαιώνιση ὅλων τῶν μορφῶν τῆς λύπης καί εἰδικά σ’ αὐτή τή λύπη πού εἴπαμε ὅτι δέν ἔχει προφανή αἰτία. Ἡ αἰτία εἶναι οἱ δαίμονες κατά βάση. Ὅταν ξαφνικά σοῦ ἔρθει μιά ἀκαθόριστη λύπη καί δέν ξέρεις ἀπό πού σοῦ ἦρθε ἤ γιατί σοῦ ἦρθε, δέν ὑπάρχει αἰτία, νά ξέρεις ὅτι πίσω κρύβονται αὐτοί.
Τό γεγονός ὅτι χαρακτηρίζεται ὡς ἀναιτιολόγητη, ὀφείλεται στήν ἔλλειψη ἄμεσης σχέσης της μέ κάποια συγκεκριμένη πράξη τοῦ προσώπου πού προσβάλλει. Ἐνῶ παράλληλα δέν ἀποτελεῖ ὅπως οἱ προηγούμενες μορφές καρπό τοῦ ἀνικανοποίητου κάποιας ἐπιθυμίας ἤ μιάς ὀργισμένης κίνησης. Προφανῶς ἡ λύπη δέν ὀνομάζεται ἀναιτιολόγητη λόγω τῆς ἀπόλυτης ἀπουσίας κάποιας αἰτίας. Συχνότατα δημιουργεῖται ἀπό τούς δαίμονες
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός παρατηρεῖ ὅτι «ἔτσι ὁρισμένες φορές ἡ πανουργία τοῦ ἐχθροῦ μᾶς καταβάλλει αἰφνιδιαστικά, χωρίς καμιά προφανής αἰτία νά προκαλεῖ τέτοια πτώση».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναλύοντας τήν κατάσταση τοῦ φίλου του Σταγείριου, πού ὑπέφερε ἀπό βαριά λύπη ὑπογραμμίζει ἐξίσου πολλές φορές τό ρόλο τῆς δαιμονικῆς ἐπήρειας. Τοῦ γράφει μάλιστα συγκεκριμένα: «αὐτός ὁ δαίμονας τῆς λύπης ἀντί νυκτός καί σκότους», δέ χρειάζεται τή νύχτα καί τό σκοτάδι, ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι νύχτα καί σκοτάδι καί προσπαθεῖ μέ τήν ἀθυμία νά κυριέψει τόν ἄνθρωπο καί νά ἀφήσει ἀβοήθητη τήν ψυχή καί νά τήν καταπληγώσει. Πρῶτα ἀπομακρύνει τούς λογισμούς τῆς πίστης στό Θεό, ὁπότε ἡ ψυχή μένει ἔρημη καί ἀβοήθητη καί μετά αὐτός ὁ δαίμονας τῆς ἀθυμίας τήν καταπληγώνει. Αὐτή εἶναι ἡ θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Γι’ αὐτό νά μή χάνουμε ποτέ τήν πίστη μας. Τήν ἀσφάλεια πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη στό Θεό. Εἴχαμε ἀναφερθεῖ καί στό φόβο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό, δέ φοβάται τίποτα ἄλλο. Ὅταν σέβεσαι τόν Θεό, ἐμπιστεύεσαι τόν Θεό, μετά δέν ἔχεις κανέναν ἄλλον ἀνόητο φόβο.
- Γιατί μᾶς κυριεύει ὁ φόβος καί ἀκολουθεῖ ὁ δαίμονας τῆς λύπης;
Διότι χάνουμε αὐτή τήν ἀσφάλεια πού παρέχουνε οἱ λογισμοί τῆς πίστεως, τῆς ἐμπιστοσύνης στό Θεό.
- Βλέπετε οἱ Ἅγιοι πόσο γενναίοι ἤτανε;
Πήγαινε ὁ δαίμονας στόν Ἅγιο Ἀντώνιο νά τόν πειράξει, φοβερός καί τρομερός κι ὁ Ἅγιος τοῦ ἔλεγε «Τί θέλεις; Ἔχεις πάρει ἐξουσία νά μέ βλάψεις; Βλάψε με, ἄν ἔχεις πάρει ἐξουσία, γιά τό καλό μου θά εἶναι. Ὁ Θεός θά σοῦ ἔχει δώσει τόση ἐξουσία, ὅση εἶναι γιά τό καλό μου. Δέ θά σέ ἀφήσει νά μοῦ κάνεις κάτι περισσότερο. Ἄν δέν ἔχεις πάρει ἐξουσία ἄντε φύγε ἀπό ’δῶ». Κι ἔφευγε, ἐξαφανιζόταν ὁ δαίμονας.
Ἡ αἰφνίδια καί βίαιη εἴσοδος τοῦ αἰσθήματος τῆς λύπης στήν ψυχή ἀποτελεῖ ἄλλωστε ἕνα ἀπό τά ἀμεσότερα ἀποτελέσματα τῆς διαβολικῆς ἐνέργειας. Εἶναι κι ἕνα σημεῖο διάκρισης:
- Ζοῦμε κάποια κατάσταση. Θέλεις νά δεῖς ἄν εἶναι ἀπό τό Θεό ἤ ὄχι; Νά δεῖς ἄν σοῦ φέρνει λύπη ἤ χαρά. Οἱ δαίμονες φέρνουν λύπη, ταραχή καί ἄγχος.
Λέει ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος «οἱ λογισμοί ποῦ ἔρχονται ἀπό τούς δαίμονες πρῶτα πρῶτα εἶναι ταραγμένοι», φέρνουν ταραχή, «καί δεύτερον εἶναι μεμεστωμένοι λύπης», γεμάτοι ἀπό λύπη. Γι’ αὐτό μήν τούς δέχεστε.
Μιά λύπη, ἡ ὁποία μέσα της ἔχει ἀμετανοησία, ἀπελπισία, ἀπόγνωση.. εἶναι δαιμονική. Δέν πρέπει νά τήν καλλιεργήσουμε. Δέν εἶναι ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι άπό τούς πονηρούς, τούς δαίμονες.
Ἡ κατά Θεόν λύπη ὁδηγεῖ στή μετάνοια καί ἔχει κατά βάθος ἐλπίδα. Ἡ λύπη αὐτή πού φέρνουνε οἱ λογισμοί τοῦ Θεοῦ, ἔχει μιά ἐλπίδα καί μιά παρηγοριά. Οἱ λογισμοί πού μᾶς βάζει ὁ ἄγγελός μας νά μετανοήσουμε.
Μποροῦμε καί ἀντίστροφα νά ποῦμε ὅτι σέ κάθε περίσταση ὅλες οἱ καταστάσεις λύπης στήν ψυχή συνιστοῦν τεκμήριο δαιμονικῆς ἐνέργειας. Εἶναι ἀπόδειξη δηλαδή, ὅτι ἡ ψυχή ἐνεργεῖται ἀπ’ τούς δαίμονες. Μπορῶ νά σᾶς πῶ πάντοτε ἤ τίς περισσότερες φορές πού οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται νά ἐξομολογηθοῦν, ἰδίως αὐτοί πού ἔρχονται γιά πρώτη φορά, ἔχουνε μιά τεράστια διαφορά. Ὅταν φεύγουνε, τό πρόσωπό τους λάμπει ἀπό χαρά καί πολλοί χαμογελᾶνε κιόλας. Πολύ πλατύ χαμόγελο! Ὅταν μπαίνουνε μέσα ἔχουν μιά λύπη, μιά θλίψη, τό βλέπει κι ὁ πνευματικός καί τούς συμπονάει. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δαιμονικῆς ἐνέργειας, πού ἔχει ἐπικαθήσει στήν ψυχή καί πνίγει τόν ἄνθρωπο.
Νά ποιά εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ἡ δύναμη τοῦ μυστηρίου! Θά πεῖς:
- Πῶς ἔγινε αὐτή ἡ ἀλλαγή σέ πέντε λεπτά; Σέ δέκα λεπτά πού κάθησε μέσα;
Ναί! Αὐτό εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ! Ἔφυγε ὅλο αὐτό τό βάρος καί πολλοί, οἱ καημένοι, μοῦ τό λένε ‘Πάτερ, νιώθω ἤδη πολύ καλά’ καί πρίν ἀκόμα διαβάσουμε τή συγχωρητική εὐχή, μοῦ λένε ‘Πάτερ, τώρα πού μιλήσαμε νιώθω πολύ καλά’. Ἀκριβῶς γιατί φεύγει τό πονηρό πνεῦμα, ἡ πονηρή ἐνέργεια, ἡ ὁποία πάντα εἶναι συνδεδεμένη μέ τή λύπη.
«Τά μετά ταραχῆς καί λύπης», αὐτά πού ἔχουν ταραχή καί λύπη «εἶναι τῶν δαιμόνων», λέει ὁ Ἅγιος Βαρσανούφιος. Πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι στήν πραγματικότητα πηγή τῆς λύπης δέν εἶναι κάποια ἐξωτερικά γεγονότα, πού ἐνδεχομένως τήν ὑποκινοῦν καί τήν προκαλοῦν. Αὐτά εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀφορμή, ὄχι ἡ αἰτία.
Ἡ αἰτία βρίσκεται ἀποκλειστικά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Τά γεγονότα ἔρχονται ἀπ’ ἔξω. Πῶς θά εἶναι ἡ ψυχή σου, πῶς θά δεχτεῖ καί θά ἀντιμετωπίσει τά γεγονότα! Γι’ αὐτό λέει πολύ ὡραῖα ὁ Ἀπόστολος: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ.4,8). Ἐξωτερικά θά θλιβεῖς, θά ἔχει κύματα. Ἡ ζωή αὐτή ὅλο κύματα εἶναι, ὅλο πειρασμούς. Ἀλλά στό χέρι σου εἶναι νά μή στενοχωρηθεῖς. Θλίβεσαι ἀλλά δέ στενοχωριέσαι. Τό νά στενοχωρηθεῖς εἶναι ἀπό μέσα σου, ἀπό ἐσένα ἀπό τήν ψυχή σου. Ἐκεῖ εἶναι ἡ αἰτία τῆς λύπης.
Ἄν λοιπόν ἔχεις διώξει τίς καταστάσεις αὐτές πού δημιουργοῦν τή λύπη στήν ψυχή κι αὐτές εἴπαμε εἶναι τά πάθη, εἶναι οἱ ἐπιθυμίες, μετά τά ἐξωτερικά δέν σέ πειράζουν. Γι’ αὐτό βλέπετε οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀπαθεῖς. Ἀπαθεῖς δέ σημαίνει ἀναίσθητοι ὅτι δέ βλέπουν, δέν ἀκούνε ἤ τέλος πάντων ἀδιαφοροῦνε ἤ περιφρονοῦνε τίς δύσκολες καταστάσεις, ἀλλά ἀκριβῶς ἡ ψυχή τους ἔχει τέτοια κατάσταση πού εἶναι ἀτάραχη καί ἐνῶ ὑπάρχουν τά κύματα, αὐτοί περπατᾶνε πάνω στά κύματα. Ὅπως περπατοῦσε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσο ἔβλεπε τόν Χριστό, μετά πού εἶδε τά κύματα, βούλιαξε.
Πιό συγκεκριμένα ἡ αἰτία τῆς λύπης ἐντοπίζεται στή στάση πού ὑιοθετεῖ ὁ ἄνθρωπος, τόσο ἀπέναντι στά ἐξωτερικά γεγονότα, ὅσο -προσέξτε το κι αὐτό- ἀπέναντι στόν ἑαυτό του. Λένε οἱ ψυχολόγοι :
- Ἔχεις μειωμένη αὐτοεκτίμηση. Δέν ἐκτιμᾶς πολύ τόν ἑαυτό σου. Γι’ αὐτό ἔχεις κατάθλιψη.
Λάθος! Ποιά εἶναι ἡ σωστή στάση ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας γιά νά μήν ἔχουμε λύπη; Νά εἴμαστε ταπεινοί. Νά ἔχουμε αὐτογνωσία. Νά εἴμαστε ρεαλιστές. Ποιοί εἴμαστε; «Ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ», «σκώληξ εἰμι καὶ οὐκ ἄνθρωπος» (ψαλμ.21,7) «ῥάκος ἀποκαθημένης ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (Ησαΐας 64, 6). Αὐτά μᾶς λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνα τίποτα εἴμαστε. Ἡ ἀρετή μας εἶναι κουρελόπανο. Ἄν λοιπόν, τό πιστέψει αὐτό ὁ ἄνθρωπος, τό ὑιοθετήσει, μετά δέν θά τόν πειράξει ἄν ὁ ἄλλος τόν βρίσει, τόν ὑποτιμήσει ἤ τόν ἀδικήσει.
Νά πώς γλιτώνεις ἀπό τή λύπη!
Ἄν κάνεις αὐτό πού λένε οἱ ψυχολόγοι καί οἱ ψυχίατροι ‘νά ’χεις μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό σου, νά τόν ἐκτιμᾶς πάρα πολύ καί νά ἔχεις ὑψηλή αὐτοεκτίμηση…’ Τί θά κάνεις μετά; Μέ τό παραμικρό πού θά σοῦ πεῖ ὁ ἄλλος, θά γίνεις θηρίο. Ἔτσι; Θά προσπαθεῖς ν’ ἀμυνθεῖς. Θά πέσεις στήν ὀργή, θά πέσεις στή μνησικακία καί θά φτάσεις πάλι στή λύπη. Αὐτά πού λέγαμε προηγουμένως. Ἀνάλογα λοιπόν μέ ποιά στάση ὑιοθετεῖς ἀπέναντι στά γεγονότα καί ἀπέναντι στόν ἑαυτό σου, εἴτε λυπᾶσαι, εἴτε γλιτώνεις ἀπό τή λύπη.
Ἄν ὑιοθετήσεις τό εὐαγγέλιο, γλιτώνεις.
Ἄν ὑιοθετήσεις τόν κόσμο θά εἶσαι βουτηγμένος συνέχεια στή λύπη. Ἡ ἐπιλογή εἶναι δική σου.
Αὐτοί εἶναι λοιπόν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς λύπης.
Οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες καί τά ἴδια ‘τά κακά’ πού ἔχει ἐνδεχομένως ὑποστεῖ δέ θά μποροῦσαν οὐσιαστικά νά τοῦ χρησιμεύσουν ὡς δικαιολογίες ὥστε νά πεῖ ὅτι φταίει τό τάδε γεγονός καί λυπήθηκα.. φταίει τό ἄλλο.. φταίει τό ἄλλο.. φταῖς ἐσύ.. κ.λ.π. «Κανένας δέ μπορεῖ νά μᾶς βλάψει, ἐάν μόνοι μας δέ βλάψουμε τόν ἑαυτό μας», λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος.
Αὐτό πού πάντοτε λέγω, ὄχι ἡ φύσις τῶν πραγμάτων ἀλλά ἡ δική μας ἡ διάνοια, μᾶς λυπεῖ ἤ μᾶς εὐφραίνει, μᾶς δίνει χαρά. Ἕνα γεγονός γιά ἕναν κοσμικό ἄνθρωπο μπορεῖ νά εἶναι πολύ λυπηρό. Τό ἴδιο γεγονός γιά ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά εἶναι πολύ χαρούμενο γιατί τά βλέπει μέ πνευματικό τρόπο.
Γιά παράδειγμα, θά συμβεί κάποιος νά σέ ἀδικήσει. Γιά ἕναν κοσμικό εἶναι μεγάλη αἰτία λύπης καί δικαιολογημένα. Γιά ἕναν πνευματικό εἶναι μεγάλη αἰτία χαράς γιατί ξέρει ὅτι αὐτός πού θά συγχωρέσει αὐτόν πού τόν ἀδίκησε, συγχωρεῖται γιά τίς δικές του ἁμαρτίες. Ἀκόμη κι ἄν δέν ἔχει ἁμαρτίες -πού ποιός δέν ἔχει;- κάνει καθαρές καταθέσεις στόν οὐρανό.
«Ἄν λοιπόν φτιάξουμε τήν ψυχή μας καί τή διάνοιά μας», συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τέτοια ὅπως πρέπει νά εἶναι, τότε πάντοτε θά ἔχουμε εὐθυμία. Ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα δέν τό βλάπτουνε τόσο οἱ προσβολές τοῦ ἀέρα, οἱ ἐξωτερικές, ὅσο ἡ ἴδια του ἡ κατασκευή». Αὐτό πού λέμε τό πῶς εἶναι φτιαγμένος, δομημένος ὁ κάθε ὀργανισμός. Αὐτό εἶναι πού τόν βλάπτει ἤ τόν ὠφελεῖ. Δηλαδή ἄν ἕνας εἶναι φιλάσθενος, αὐτό ἔχει τόν κύριο ρόλο καί ὄχι τόσο οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή. Ἄν ἡ ψυχή εἶναι ἀσθενής, πολύ εὔκολα θά πέφτει στή λύπη. Ἄν ἔχει τά πάθη μέσα της δηλαδή. Γι’ αὐτό κι ὁ Ἀπόστολος Παύλος, ἐνῶ ὑπέφερε μύρια πράγματα, ὅμως δέν πονοῦσε, οὔτε δυσανασχετοῦσε. Ἀλλά τί; Καί ἐκαυχᾶτο καί χαιρόταν. Ἔτσι λέει: «Θά καυχηθῶ στίς θλίψεις μου καί στίς ἀδυναμίες μου» (Β΄ Κορ. 11,30)
Νά μήν ποῦμε περισσότερα γιατί βλέπω συμπληρώθηκε καί ἡ ὥρα.
Ἀλλά ἄς κρατήσουμε αὐτά τά τέσσερα αἴτια τῆς λύπης καί ἄς ἐργαστοῦμε ν’ ἀποφεύγουμε τίς ἐπιθυμίες, πού εἶναι τό κυριότερο αἴτιο τῆς λύπης. Νά μή δημιουργοῦμε ἐπιθυμίες μέσα μας. Σήμερα ἡ ἐποχή δημιουργεῖ πάρα πολλές ἐπιθυμίες, ἰδίως μέσω τῆς τηλεόρασης. Ἀνοίγεις τήν τηλεόραση, βλέπεις τίς διαφημίσεις καί ἀμέσως ἔχεις ἕνα σωρό ἐπιθυμίες. Ἀλλά καί γενικά μέσω τῶν παθῶν, τά ὁποῖα καλλιεργοῦνται συστηματικά ἀπό τή νηπιακή ἠλικία.
Δεύτερο, ν’ ἀποφεύγουμε τά αἴτια τῆς ὀργῆς καί τῆς μνησικακίας καί τέλος τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοί παίζουνε σημαντικό ρόλο στή λύπη.
- Δέν ξέρω, θέλετε κάτι νά ρωτήσετε πάνω σ’ αὐτά;
Δέν τό ὁλοκληρώσαμε. Ἄν θέλει ὁ Θεός, τήν ἄλλη φορά, θά ποῦμε καί τά ὑπόλοιπα.
- (ἐρώτηση) ……….
- Τώρα ἀνοίγουμε τό μάθημα πού λέγεται ἀντιμετώπιση τῶν παθῶν. Κάθε πάθος, εἴπαμε, εἶναι συνδεδεμένο μέ τή λύπη καί κάθε πάθος ἔχει καί τήν ἰδιαίτερη θεραπεία του. Ἔτσι; Καί ἡ γαστριμαργία ἔχει τήν ἰδιαίτερη θεραπεία της. Ὅταν μιλάμε γιά θεραπεία ἐννοεῖται ὅτι θά γλιτώσουμε κι ἀπό τή λύπη. Ὅταν κανείς τό κάνει ἐλεύθερα, δέ λυπᾶται, μάλλον χαίρεται κιόλας, πού μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔδιωξε αὐτόν τό δαίμονα τῆς λύπης. Γιά νά λυπᾶται σημαίνει ὅτι ἔχει ἀκόμα ἐπιθυμία. Συνεπῶς δέν πολέμησε τό πάθος. Τό πάθος παραμένει. Ἁπλῶς τή στιγμή ἐκείνη ἀντιστάθηκε, συγκρατήθηκε, δέν ἔφαγε, ἀλλά μέσα του, θέλει νά φάει. Ἔχει ἀκόμα τήν ἐπιθυμία. Τό θέμα εἶναι νά τό ξεριζώσεις ἀπό μέσα σου. Ὅταν θά τά ποῦμε γιά τή γαστριμαργία, θά τό ποῦμε κι αὐτό. Πῶς ξεριζώνονται ὅλα τά πάθη. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό πού εἴπατε γιατί ἄπτεται αὐτοῦ τοῦ θέματος: Πῶς θεραπεύονται τά πάθη; Κι εἶναι πολύ σημαντικό νά ξέρουμε:
Πῶς θεραπεύται ἡ γαστριμαργία;
Νά σᾶς τό πῶ μέ μιά λέξη. Πρέπει νά κάνεις νηστεία. Πρέπει νά κάνεις ἐγκράτεια. Δηλαδή συστηματικά. Ἐμεῖς πᾶμε στόν ἀγώνα μας, νομίζω, ἔτσι πολύ πρόχειρα. Τό παίρνουμε, θά ἔλεγα, πολύ ἐπιφανειακά τό θέμα. Λέμε ‘ἐντάξει ἄς μή τό κάνω σήμερα’. Δέν πολεμᾶμε συστηματικά, δέν κάνουμε συστηματική δουλειά στήν ψυχή μας, ὁπότε ξαναφυτρώνουν αὐτά, ξαναμεγαλώνουν καί πᾶμε μία μπρός - μία πίσω ἤ μία πάνω - μία κάτω.
Δέν ἔχουμε φτιάξει κι ἕνα πανεπιστήμιο πού νά μᾶς διδάξουν αὐτά τά πράγματα. Μακάρι νά ὑπάρξει! Ἔλεγε ὀ π. Πορφύριος ὅτι πρέπει νά φτιάξουμε ἕνα πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας, πού νά μᾶς διδάσκουν αὐτά τά πράγματα, πού κανείς δέν τά λέει. Καί στή θεολογική σχολή νά πᾶτε, δέ θά τά μάθετε. Γιατί ἐκεῖ λένε τά πράγματα, ὅπως τά λένε οἱ προτεστάντες, οἱ αἱρετικοί δηλαδή. Προσπαθοῦν νά δοῦν τό Θεό μέ τό τηλεσκόπιο, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος. Δηλαδή μέσα ἀπό ὑλικούς τρόπους νά βροῦμε τό Θεό. Μά τό Θεό δέν τόν προσεγγίζεις μέ ὑλικούς τρόπους ἤ μέσω τῆς ἱστορίας. Τόν προσεγγίζεις μέσω τῆς καθαρῆς καρδιάς.
- Ὀρίστε.
- (ἐρώτηση) ……….
- Αὐτό πού λέτε εἶναι ἡ προσευχή. Ἀδιάλειπτη προσευχή, πού σημαίνει ἀδιάλειπτη κοινωνία μέ τό Θεό. Ὁπότε μετά ὅλες οἱ ἄλλες ἐπιθυμίες ἀτονοῦνε. Καί μένει μία ἐπιθυμία καί μόνη, τό "ἕν οὗ ἐστι χρεία" (Λουκ. 10, 42), πού μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας. Νά ζητᾶμε νά βασιλέψει ὁ Χριστός μέσα μας κι ὅλα τ’ ἄλλα θά προστεθοῦνε.
- Ὀρίστε.
- (ἐρώτηση) ……….
- Πρόσεξε, νά κάνουμε ἀνάλυση τῆς φράσης σου, ἔτσι; «Τό περιβάλλον σου σέ σκανδαλίζει μέ τίς πολλές ἐπιθυμίες». Δέ μπορεῖ νά σοῦ βάλει ἐπιθυμίες τό περιβάλλον, ἄν ἐσύ δέν τίς δεχτεῖς. Ἔτσι; Ἄρα ξαναγυρνάμε σ’ αὐτό πού εἴπαμε ὅτι δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει τό περιβάλλον.
Γιατί ὁ Ἅγιος Λώτ ἤτανε σέ καλό περιβάλλον; Ποῦ ἤτανε ὁ Ἅγιος Λώτ;
Στά Σόδομα και στά Γόμορρα. Ἐμεῖς εἴμαστε σέ καλύτερο περιβάλλον.. ἀκόμα. Λοιπόν.. Μπορεῖ νά φτάσουμε καί ὡς ἐκεῖ… εἴμαστε σχεδόν στό ἴδιο περιβάλλον. Τέλος πάντων. Ἀλλά μπόρεσε καί ἁγίασε καί μάλιστα ὁ Θεός ἔστειλε εἰδική συνοδεία γιά νά τούς βγάλει, τούς ἀγγέλους, νά τούς πάρει ἀπό ἐκεῖ, ὅταν ἐπρόκειτο νά καταστραφοῦνε ὅλοι.
Καί μάλιστα λέει ἕνας Πατέρας, τό ἐξῆς πολύ σημαντικό: Γιατί σώθηκαν αὐτοί; Ὄχι μόνο ἦταν ἄμεμπτοι, ἀλλά καί δέν κατέκριναν τούς ἄλλους πού ἁμάρταναν συνέχεια. Πού εἶναι πολύ σπουδαῖο. Νά ζεῖς ἐν μέσω ἀνόμων -ὅπως εἴπατε ἐσεῖς ὅτι τό περιβάλλον δέ σᾶς βοηθάει- καί νά μήν τούς κατακρίνεις.
Γιατί τί παθαίνουμε οἱ χριστιανοί;
Ναί μέν κάνουμε ἕναν ἀγώνα, ἀλλά κατακρίνουμε τούς ἄλλους πού δέν κάνουν ἀγώνα . Μακάρι ὅλοι οἱ παρόντες νά ἐξαιροῦνται, ἀλλά φοβᾶμαι ὅτι τό παθαίνουμε καί αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πτώσης μας. Ἔτσι πέφτουμε στην ὑπερηφάνεια καί μετά φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί κάνουμε τά ἴδια καί χειρότερα. Γι’αὐτό μᾶς ἐπηρεάζει τό περιβάλλον μας.
- Ἂλλο. Λοιπόν.. Ὀρίστε.
- (ἐρώτηση) ……….
- Τή δύναμη θά τήν πάρουμε ἀπό τό Χριστό μας. Ἡ ἐρώτηση εἶναι «Πῶς θά ἀποκτήσουμε τή δύναμη γιά νά πολεμήσουμε τά πάθη μας»;. Βέβαια, θέλει δύναμη. Πέστε στόν ἑαυτό σας ‘Ἀπό αὔριο δέ θά θυμώσω’. Νά δεῖτε πού θά θυμώσετε χειρότερα. Πολύ χειρότερα θά θυμώσετε. ‘Ἀπό αὔριο δέ θά φάω, ἄς ποῦμε, θά φάω μέ ἐγκράτεια’. Θά τρῶτε διπλάσια. Γιατί; Γιατί αὐτό πού λές, ἔχει ἐγωισμό, ἔχει ὑπερηφάνεια.
Τί πρέπει νά πεῖς;
Νά πεῖς μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά μέ βοηθήσει ὁ Θεός νά κόψω τή γαστριμαργία. Τότε θά τήν κόψεις. Νά τό κάνεις θέμα προσευχῆς. Ἀπό τήν κοινωνία μέ τό Θεό, θά πάρουμε τή δύναμη. Ἔτσι; Γι’αὐτό χρειάζεται ἡ μυστηριακή ζωή, ἡ λατρευτική ζωή. Μερικοί σοῦ λένε:
- Ἐγώ κάνω προσευχή στό ξωκλήσι, μέ ἐμπνέει, δέ μπορῶ στίς ἐκκλησίες ἰδίως αὐτές στίς πόλεις, ὅπου ἔχει πολύ φασαρία, πολλά μωρά.. Ἤ σέ κανένα μοναστήρι ἤ μόνος μου.
Ἔτσι δέν πᾶει στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή. Ἔ, αὐτός δέν παίρνει δύναμη. Δέ μπορεῖ νά ἔχει δύναμη μετά νά παλέψει μέ τά πάθη του.
Ἤ δέν κοινωνάει ἤ δέν ἐξομολογεῖται. «Τά λέω», λέει, «στίς εἰκόνες». Ὁ Θεός δέν εἶπε νά τά λέμε στίς εἰκόνες. Εἶπε νά πηγαίνουμε στόν παπά, στόν πνευματικό.
Δέν ξέρω ἄν εἴδατε στήν ἰστοσελίδα ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, μέ μία γυναίκα πού πέθανε καί πῆγε στόν οὐρανό καί ἔλεγε «Θεέ μου συγχῶρα με» καί ἡ ἀπάντηση ἦταν «Δέ μπορῶ νά σέ συγχωρέσω. Πρέπει νά πᾶς σ’ αὐτούς πού ἔβριζες, στούς παπάδες νά σέ συγχωρέσουνε». Τούς ἔλεγε «χαραμοφάηδες» γιατί αὐτή ἦταν κομμουνίστρια, ἦταν ἄπιστη. Καί τή γύρισε πίσω, ἐξομολογήθηκε καί τακτοποιήθηκε.
Αὐτό εἶναι πραγματικό γεγονός, πού δείχνει ἀκριβῶς ὅτι δέν ἰσχύει - δέ λέω ὅτι δέν πρέπει καί στίς εἰκόνες καί στήν προσευχή μας νά ζητᾶμε τή συγχώρεση, πρέπει. Ἀλλά ποιός θά σοῦ βεβαιώσει ὅτι τήν πῆρες; Μόνο ὅταν πᾶς καί ἐξομολογηθεῖς καί τά πεῖς ἐκεῖ, ὅπως ὁ Θεός μᾶς ἔχει πεῖ νά κάνουμε. Ἑπομένως ἡ δύναμη θά ἔρθεῖ ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. «Χωρίς ἐμένα δέ μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα» (Ιω. 15,5), οὔτε τά πάθη σας νά κόψετε. Δέ μποροῦμε. Γι’ αὐτό χρειάζεται νά κάνουμε αὐτά πού ὀνομάζονται πνευματικά. Τήν ταπεινή προσευχή, τόν ταπεινό κανόνα πού ἔχεις, τόν ἐκκλησιασμό, τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφής.
Ὅλα αὐτά δέν εἶναι τυπικά, εἶναι οὐσιαστικά. Εἶναι ὅπως τό νά τρῶς, τό ὅποῖο δέν εἶναι τυπικό, εἶναι οὐσιαστικό. Ἄν δέν φᾶς, δέ μπορεῖς νά κάνεις τίποτα. Ἔτσι καί ἡ ψυχή θέλει φαγητό. Αὐτά τά ταπεινά πνευματικά πού λέμε, ἡ Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τουλάχιστον, κανονικά θά ἔπρεπε νά εῖναι πιό συχνή δυό φορές τήν ἐβδομάδα καί τρεῖς, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ κανόνας ὁ προσωπικός πού ἔχει ὁ καθένας ἀπό τόν πνευματικό του, αὐτά εἶναι ἡ δύναμη. Εἶναι ἡ πηγή τῆς δύναμης.
Ἐντάξει, ἐλᾶτε νά ποῦμε προσευχή.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου