Κάποιος
ἀδελφός νικήθηκε ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας καί ἔκανε τήν ἁμαρτία
καθημερινά., ἀλλά καί καθημερινά ζητοῦσε ἔλεος ἀπό τόν Κύριό του μέ
δάκρυα καί προσευχές.
Ἐνεργώντας
λοιπόν ἔτσι, τόν ξεγελοῦσε ἡ κακή συνήθεια, καί ἔκανε τήν ἁμαρτία·
ἔπειτα πάλι, μετά τήν ἁμαρτία, πήγαινε στήν ἐκκλησία, καί βλέποντας τήν
ἱερή καί σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔπεφτε μπροστά
της μέ πικρά δάκρυα καί ἔλεγε:
«Σπλαχνίσου
με, Κύριε, καί πάρε ἀπό ἐπάνω μου αὐτόν τόν ὕπουλο πειρασμό, γιατί μέ
ταλαιπωρεῖ φοβερά καί μέ τραυματίζει μέ τίς πικρές ἡδονές. Δέν ἔχω
πρόσωπο, Κύριε, νά ἀντικρύσω καί νά δῶ τήν ἁγία εἰκόνα σου καί τήν
ὑπέρλαμπρη μορφή τοῦ προσώπου σου, ὥστε νά γλυκαθεῖ ἡ καρδιά μου».
Τέτοια
ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως
καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία
ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο
καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά
ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ
ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές
ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή
γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται
καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν
ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του
καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ
τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.
Βλέπετε
ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς
κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές
ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ
θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός,
ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία,
ἀποδεικνυόταν ψεύτης.
Μία
μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία,
πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας
καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν
γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε
τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας,
εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ
ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε
φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου
μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο,
Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς
δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί
δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά
μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί
τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν
εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί
παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες
ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί
ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί
λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα
ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ
διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες
καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.
Ἀφοῦ
τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό
τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ
κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό
ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν
καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν
βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό;
Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί
ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν
δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί
ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί
φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά
συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές τό ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά,
ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί
ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό
μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά
ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’
ἐμένα καί σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί
μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’
ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς
ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».
Μόλις
ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας,
χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: « Ἄκουσε, ἀπατεώνα,
καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι
δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή
τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή,
πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά
σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ,
βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά
καταντροπιαστεῖς».
Καί
ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή
του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ
καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη
εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ
νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.
Κάποιος
ἄλλος πάλι πού μετανόησε μετά τήν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία·
συνέβη ὅμως τότε νά χτυπήσει σέ πέτρα καί νά πληγωθεῖ στό πόδι, καί τόσο
αἷμα νά τρέξει ἀπό τήν πληγή, ὥστε νά ξεψυχήσει ἀπό τόν αἱμοραγία.
Ἦρθαν λοιπόν οἱ δαίμονες θέλοντας νά πάρουν τήν ψυχή του· καί τούς λένε
οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στήν πέτρα καί δεῖτε τό αἷμα του πού ἔχυσε γιά τόν
Κύριο». Καί μέ αὐτό πού εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.
Σέ
κάποιον ἀδερφό πού ἔπεσε σέ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καί εἶπε:
«Δέν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός τοῦ ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καί νά εἶμαι,
πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θά πᾶς στήν
κόλαση». Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶσαι ἐσύ κριτής μου οὔτε ὁ
Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός ἔδειξε εἰλικρινῆ
μετάνοια στόν Θεό καί ἔγινε ἄξιος.
Ἕνας
ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά
κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν
μπορῶ νά σωθῶ». Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά
μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας
στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».
Ἄλλος
ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν
λέει: ‘‘ Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό σωτηρία ἀπό τόν Θεό του’’;» καί ὁ γέροντας
εἶπε: «Ἐννοεῖ τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας πού σπέρνονται ἀπό τούς
δαίμονες σέ αὐτόν πού ἁμάρτησε καί τοῦ λένε• ‘‘Δέν ὑπάρχει πιά γιά σένα
σωτηρία ἀπό τόν Θεό’’, καί προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στήν ἀπελπισία.
Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου
εἶναι ὁ Κύριος, καί αὐτός θά ἐλευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου’’».
Κάποιος
ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στήν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο
παρθένων. Μία ἀπό αὐτές, ἀπό ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπό τό
μοναστήρι καί ἔπεσε σέ πορνεία, καί ἔμεινε στό πάθος αὐτό ἀρκετό καιρό.
Κάποτε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καί γύρισε
στό κοινόβιό της. Καί φτάνοντας μπροστά στήν πύλη, ἔπεσε νεκρή.
Ὁ
θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σέ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τούς ἁγίους
ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή της, καί δαίμονες πού τούς
ἀκολουθοῦσαν. Στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι
ἔλεγαν ὅτι γύρισε μέ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρό
εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καί εἶναι δική μας· ἄλλωστε δέν πρόλαβε οὔτε
νά μπεῖ στό κοινόβιο, καί πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καί εἶπαν οἱ ἄγγελοι:
«Ἀπό τή στιγμή πού εἶδε ὁ Θεός τήν πρόθεσή της νά ἔχει κλίση στόν σκοπό
αὐτό, δέχτηκε τή μετάνοιά της· καί ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στήν ἐξουσία
της, λόγω τοῦ σκοποῦ πού ἔβαλε, ἡ ζωή της ὅμως ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ
Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μέ τά λόγια αὐτά ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καί
ἔφυγαν. Καί αὐτός πού εἶδε τήν ἀποκάλυψη, τή διηγήθηκε στούς παρόντες.
Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδι νά φτάσει σέ θεῖα μέτρα.
Ἕνας
ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τόν δοῦλο του
γιά κάποιο σφάλμα ποὺ ἔκανε· τί θά πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ
γέροντας: «Ἄν εἶναι δοῦλος καλός, θά πεῖ· ‘‘Σπλαχνίσου με ἔσφαλα’’».
«Δέν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ
γέροντας· «γιατί ἀπό τή στιγμή πού θά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί θά
πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τόν σπλαχνίζεται ὁ κύριος του».
Κάποιος
ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἄν πέσω σέ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μέ
κατατρώει ὁ λογισμός μου καί μέ κατηγορεῖ πού ἔπεσα». Ὁ γέροντας
ἀπάντησε: «Ἄν, τήν ὥρα πού ἄνθρωπος πέσει σέ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’,
ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».
Κάποιας
νέας, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καί ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτή
τότε μετέτρεψε τό σπίτι της σέ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καί γιά
πολύ καιρό τούς δεχόταν καί τούς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε,
ἄρχισε νά στερεῖται. Τήν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί τήν
ἔβγαλαν ἀπό τόν καλό δρόμο. Καί ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι πού
κατάντησε καί στήν πορνεία.
Ὅταν
τό ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ καί κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη
τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ στήν
ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς· ἄς τή
βοηθήσουμε καί ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κάνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς σέ
αὐτήν καί μέ σοφία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιά τή διόρθωσή της».
Πῆγε
λοιπόν ὁ γέροντας σέ αὐτήν, καί εἶπε στή γριά πού φύλαγε στήν πόρτα:
«Πές στήν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τόν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά
τῆς τά φάγατε ὅλα καί τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της,
καί θά δεῖ πολύ καλό ἀπό ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπόν ἡ γριά καί ἀνέφερε στή
νέα γιά τόν γέροντα. Ἀκούγοντάς την ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοί οἱ μοναχοί ὅλο
γυρίζουν κατά τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε
λοιπόν, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στή θυρωρό: «Φέρε τον ἐδῶ».
Ὅταν
μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας την στό πρόσωπο,
τῆς εἶπε: «Τί σέ ἔκανε νά ἀπορρίψεις τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά φτάσεις σέ αὐτή
τήν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τά λόγια του, πάγωσε· καί ὁ γέροντας,
σκύβοντας τό κεφάλι, ἄρχισε νά κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τόν
ρώτησε. Αὐτός σήκωσε λίγο τό κεφάλι του, καί σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω
τόν σατανᾶ νά χορεύει στό πρόσωπό σου, καί πῶς νά μήν κλάψω;» «Ὑπάρχει
μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καί ἐκείνη
πρόσθεσε: «Πάρε με, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καί αὐτή
ἀμέσως σηκώθηκε νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δέν ἄφησε
καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της καί θαύμασε.
Κοντεύοντας
στήν ἔρημο, τούς πρόλαβε τό βράδυ. Καί ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα
μικρό προσκέφαλο, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε
ἔπειτα καί γιά τόν ἑαυτό του πιό πέρα καί ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές
του πλαγίασε καί αὐτός.
Τά
μεσάνυχτα ξύπνησε καί βλέπει κάτι σάν δρόμο ἀπό φῶς νά ξεκινᾶ ἀπό αὐτήν
καί νά καταλήγει στόν οὐρανό, καί εἶδε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά
ἀνεβάζουν τήν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καί τή σκούντηξε μέ τό πόδι.
Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μέ τό πρόσωπο στή γῆ καί
παρακαλοῦσε τόν Θεό. Καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς
μετανοίας της ἔγινε δεκτή περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού
διαρκεῖ πολύν καιρό ἀλλά δέν ἔχει θέρμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου