Ὁ π. Ἐπιφάνιος καθοδηγώντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἔλεγε γιὰ τὴν ἀδικία: «Δὲν ὑπάρχει μόνο σήμερα ἡ ἀδικία στὴν κοινωνία. Ἀφ᾽ ὅτου ὑπάρχει κόσμος, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Κάϊν σκότωσε τὸν Ἄβελ, μέχρι σήμερα, ἡ κοινωνία εἶναι γεμάτη ἀδικία.
Ἀλλ᾽ ὅσοι ζοῦμε κατὰ Χριστόν, προσπαθοῦμε νὰ τὰ ξεπερνᾶμε αὐτά, ἔχοντας τὸ βλέμμα στραμμένο στὴν Ἄνω Πόλι, “ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός”. “Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει”. Καὶ νὰ μᾶς ἀδικήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ μᾶς στραπατσάρουν, ἔχουμε τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς»1.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος σχετικὰ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἀδικίας ἔγραφε ὅτι: «Ἡ ἀδικία εἶναι ἕξη ποὺ εἶναι ὑπεροπτικὴ ἀκόμη καὶ ἀπέναντι στὸ νόμο. Ἡ ἀδικία εἶναι περιφρόνηση τοῦ νόμου, τοῦ δικαίου καταπάτηση, ἐναντιότητα πρὸς τὸ θεῖο θέλημα.
Ἀδικία εἶναι ἐνέργεια πρὸς ἐπικράτηση τοῦ κακοῦ, τοῦ πολέμου, τῆς ταραχῆς, τῆς κακοδαιμονίας, τῆς βασιλείας τοῦ πονηροῦ. Ἡ ἀδικία εἶναι μόλυνση, ποὺ καθιστᾶ ἀκάθαρτο μπροστὰ στὸν Θεὸ αὐτὸν ποὺ τὴν κατεργάζεται.
Ἡ ἀδικία εἶναι βδελυκτὴ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ προσβάλλει τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ θεῖα ἰδιώματα, τὴν θεία δικαιοσύνη. Ἡ ἀδικία εἶναι μήτηρ πάσης κακίας, διότι μέσα στὴν ἀδικία περιέχονται ὅλες οἱ κακίες μαζί.
Ἡ ἀδικία μαρτυρεῖ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει καμμία καλὴ προσαρμογὴ τοῦ θυμοειδοῦς πρὸς τὸ λογικό, καὶ οὔτε ἄρχει πάνω στὰ πάθη καὶ στὶς ἐπιθυμίες αὐτῆς. Ἡ ἀδικία κρίνει χαριστικὰ καὶ ὄχι πρὸς ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου· ἀποδίδει τὸ δίκαιο σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦν καὶ ἀφαιρεῖ αὐτὸ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ δικαιοῦνται νὰ τὸ λάβουν.
Ἡ ἀδικία εἶναι ὁ κακὸς δαίμονας, ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν εὐτυχία ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Ὁ ἅγιος συνεχίζοντας γράφει γιὰ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀδίκου: «Πάρα πολὺ ἄσχημη εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀδίκου, γιατί ὁ χαρακτήρας τῆς μοχθηρῆς ψυχῆς του ἐμφανίζεται σὲ αὐτὴν ὡς ἀσχήμια. Οἱ δίκαιοι τὸν ἀποστρέφονται, οἱ δὲ τίμιοι τὸν περιφρονοῦν. Οἱ ἀγαθοὶ κλείνουν τὶς πόρτες τους κατενώπιόν του καὶ ἀποστρέφονται τὴν ἐπικοινωνία μαζί του. Τὸν ἄδικο τὸν βδελύσσεται ὁ Θεὸς καὶ τὸ πρόσωπό Του τὸ ἀποστρέφει ἀπὸ αὐτόν»2.
Ὁ γέροντας Παΐσιος ἐξηγώντας ὅτι «Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι κόλαση» ἔλεγε: «Ὅσο περισσότερο κάνει κακὸ κάποιος, τόσο περισσότερο ὑποφέρει ἡ ψυχή του. Ὁ κλέφτης νιώθει χαρά; Δὲν νιώθει χαρά. Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ κάνει καλωσύνες νιώθει χαρά.
Καὶ νὰ βρεῖ κάτι στὸν δρόμο, ἂν τὸ κρατήση καὶ πῆ ὅτι εἶναι δικό του, ἀνάπαυση δὲν θὰ ἔχη! Οὔτε ξέρει σὲ ποιὸν ἀνήκει οὔτε ἀδίκησε κάποιον οὔτε τὸ κλέβει, καὶ ὅμως δὲν ἀναπαύεται. Πόσο μᾶλλον νὰ τὸ κλέψη! Ἀκόμη καὶ ὅταν κανεὶς λαμβάνη, πάλι δὲν νιώθει τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει ὅταν δίνη. Πόσο μᾶλλον ὅταν κλέβη ἤ ὅταν ἀδικῆ, νὰ νιώθη χαρά!
Γι᾽ αὐτό, βλέπεις, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἀδικία τί πρόσωπα ἔχουν, τί γκριμάτσες κάνουν! Ὁ κόσμος θέλει νὰ ἁμαρτάνη καὶ θέλη τὸν Θεὸ καλό. Αὐτὸς νὰ μᾶς συγχωρῆ καὶ ἐμεῖς νὰ ἁμαρτάνουμε. Οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁρμοῦν στὴν ἁμαρτία. Ὅλο τὸ κακὸ ἀπὸ τὴν ἀπιστία ξεκινάει»3.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος σὲ ὁμιλία του τόνιζε: «Ἂς μὴ νομίσομε τὶς ἐπιβουλὲς σὰν κάποιο φοβερὸ πρᾶγμα. Ἐφόσον δὲν ἐπιβουλευόμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό μας, κανένας δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἐπιβουλευθεῖ ἤ καλύτερα θὰ μᾶς ἐπιβουλεύονται βέβαια, ὅμως δὲν θὰ μᾶς βλάπτουν καθόλου, ἀλλὰ καὶ θὰ μᾶς ὠφελοῦν πάρα πολύ· ὥστε ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται καὶ τὸ νὰ κακοπαθήσουμε καὶ τὸ νὰ μὴ κακοπαθήσουμε.
Θὰ τὸ διακηρύσσω μὲ μεγάλη παρρησία, τὸν Χριστιανὸ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν στὴν γῆ δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸν βλάψει οὔτε ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, ἐὰν δὲν ἀδικήσει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του καὶ ἂν ἀκόμη θελήσει κάποιος νὰ μᾶς κάνει ὁποιοδήποτε κακό, ἄδικα θὰ τὸ ἐπιχειρήσει.
Καὶ πῶς ἐπιβουλευόμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὸν ἑαυτό μας;
Μὲ τὸ νὰ βλάπτουμε τὸν ἄλλον καὶ τὰ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μας προξενοῦνται μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς ἀδικίας πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Καὶ πῶς βλάπτοντας ἄλλους, βλάπτει κάποιος τὸν ἑαυτό του; Κατὰ πρῶτο μὲ τὸ νὰ βασανίζεται ἀπὸ τὴν συνείδησή του καὶ νὰ πληγώνεται ἀπὸ αὐτὴν καθημερινά, καθὼς καὶ νὰ κατηγορεῖται ἀπὸ ὅλους καὶ τέλος κατὰ τὴν μελλοντικὴ καταδίκη»5.
1.Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα Ἐκδ. Ἱ. Ἡ. Κεχαριτωμένης σελ. 17 2.Ἁγ. Νεκταρίου Κεφαλᾶ Μητροπολίτου Πενταπόλεως Ἅπαντα τόμ. Ε΄ σελ. 260
3. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου Λόγοι τόμ. Α΄ σελ. 48
4. Ἰ. Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. τόμ. 16Β΄ σελ. 177
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 2001 6 Δεκεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου