ΥΠΟΘΕΣΗ
ΛΗ΄
(38)
Ἀπό
τό βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Νέου,
ἐπισκόπου
Μαδύτου
Κάποια
νύχτα μερικοί ἱερόσυλοι ἄνοιξαν τόν
τοῖχο τοῦ ναοῦ ὅπου ἱερουργοῦσε ὁ
ὅσιο αὐτός Εὐθύμιος καί ἔκλεψαν τά
ἱερά κειμήλια πού ἦταν ἐκεῖ. Τό πρωί,
ὅταν διαπιστώθηκε τό γεγονός, ξεσηκώθηκε
ὅλη ἡ κωμόπολη νά βρεῖ τούς δράστες.
Πράγματι, καθώς τό νέο διαδόθηκε παντοῦ,
πιάστηκαν οἱ κακοῦργοι καί βρέθηκαν
στά χέρια τῶν κατοίκων, οἱ ὁποῖοι μέ
ἀμείλικτη ὀργή ἤθελαν νά ἐπιβάλουν
στούς ἄθλιους πρωτοφανεῖς τιμωρίες.
Ὅταν
ὁ μέγας Εὐθύμιος ἄκουσε ὅτι σκέφτονται
τέτοια, πῆγε, στάθηκε στή μέση καί εἶπε:
«Παιδιά
μου, δέν εἶναι σωστό νά τιμωρηθοῦν
αὐτοί οἱ βέβηλοι ἀπό ἄλλον, ἐφόσον
ὑπάρχω ἐγώ πού ἔχω περισσότερο δίκιο
ἀπό ὅλους νά εἶμαι ἀγανακτισμένος,
ἀφοῦ ἀπό ἐμένα ἔκλεψαν. Θά τούς
τιμωρήσω λοιπόν ἀνελέητα, κάνοντάς
τους νά ἀργοπεθάνουν μέ βασανιστήρια
καί ἀσιτία καί δίψα».
Ὅλοι
ἔκριναν ὅτι μίλησε δίκαια· ἀφοῦ λοιπόν
τό πλῆθος διαλύθηκε, αὐτός πῆρε τούς
ἱερόσυλους στό σπίτι του, τούς ἔκανε
πλούσιο τραπέζι, τούς ἔδωσε καί ἐφόδια,
τούς ἔλυσε ἀπό τά δεσμά καί τούς εἶπε
νά πᾶνε ὅπου θέλουν.
Κάποια
ἄλλη φορά ἡ νύχτα εἶχε πανσέληνο καί
ἔτσι τό σκοτάδι ἐπάνω στή γῆ δέν ἦταν
πυκνό. Ὁ ἅγιος εἶχε μόλις τελειώσει
τή μεσονύκτια ὑμνολογία τοῦ Θεοῦ καί
περνοῦσε ἀπό τίς διάφορες ἐκκλησίες,
ὅπως συνήθιζε. Εἶδε τότε δύο ἀνθρώπους
στό ὕπαιθρο νά κλέβουν σιτάρι ἀπό τήν
ὑπόγεια ἀποθήκη: ὁ ἕνας ἀπό κάτω
ἔπαιρνε μέ τό φτυάρι καί ἔβαζε τό σιτάρι
σέ σακκιά, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀπό ἐπάνω τά
ἔπαιρνε καί τά πήγαινε σέ κάποια γωνιά,
ὅπου δέν φαίνονταν. Μόλις λοιπόν ὁ
ἄφθαστος ἐκεῖνος σιτομεταφορέας
ἀντιλήφθηκε τόν ὅσιο πού περνοῦσε, τό
ἔβαλε στά πόδια ἀφήνοντας τόν φίλο του
στόν λάκκο.
Ὁ
ἅγιος Εὐθύμιος, ἐπειδή θεώρησε πολύ
κακό τό νά ἐμποδίσει τούς φτωχούς νά
πάρουν σιτάρι, καί μάλιστα ἐκείνη τήν
ἐποχή πού τό ψωμί ἦταν σπάνιο σάν τό
χρυσάφι, ἀποφάσισε νά πάει κοντά στόν
ἄνθρωπο πού ἔμεινε καί νά κάνει τή
δουλειά αὐτοῦ πού ἔφυγε. Ἔτσι ἐκεῖνος
τοῦ ἀνέβαζε τό σιτάρι, χωρίς νά ξέρει
τί εἶχε γίνει, καί αὐτός τό ἔπαιρνε
καί τό μετέφερε. Ὅταν πιά ὁ ἄνθρωπος
εἶχε βγάλει πολύ καί πῆγε νά ἀνεβεῖ,
ὁ ἅγιος τοῦ ψιθύρισε στό αὐτί:
Ὁ
ἄλλος, ἀπό τόν πολύ του φόβο, οὔτε τότε
κατάλαβε καί τόν ρώτησε:
Ἀμέσως
λοιπόν ἔψαξε καλά τόν τόπο, βρῆκε τά
τυριά, πῆρε ὅσα ἤθελε καί τά ἔδωσε στά
χέρια τοῦ ἁγίου. Ἔπειτα ἔπιασε τό χέρι
πού τοῦ ἔδωσε ἐκεῖνος καί ἀνέβηκε.
Ὅταν
διαπίστωσε ποιός ἦταν, πλημμύρισε ἀπό
ντροπή καί φόβο καί ἔπεσε στά πόδια
του, παγωμένος ἀπό τόν τρόμο. Ὁ ἅγιος
τόν χάιδεψε μέ καλοσύνη,τόν σήκωσε ἀπό
τό ἔδαφος, τόν ἀγκάλιασε καί τοῦ εἴπε:
«Μή
στενοχωριέσαι, παιδί μου, σάν νά ἔκανες
κάτι παράξενο. Δικά σου εἶναι τοῦτα
καί τοῦ Θεοῦ· καί ἄν πῆρες κάτι, νά
ξέρεις ὅτι πῆρες ὄχι ἀπό τά ξένα ἀλλά
ἀπό τά δικά σου. Καί ἄν πάλι θελήσεις,
ἔλα νά πάρεις ὅ,τι χρειάζεσαι».
Μέ
τά λόγια αὐτά ὁ ἄνθρωπος ἔφηγε
παρηγορημένος, θαυμάζοντας πολύ τόν
ἅγιο γιά τήν ἀνεξικακία καί τή συμπόνια
του, καί διηγοῦνταν σέ ὅλους τήν πράξη
του. Ὁ ἅγιος ὡστόσο, λόγω τῆς πολλῆς
του ἀρετῆς, δέν τά εἶχε αὐτά γιά τίποτε,
ἐπειδή πίστευε πώς ὁ ἀληθινός χριστιανός
πρέπει νά θεωρεῖ ὅτι ὅσα ὑπάρχουν
εἶναι κοινά γιά ὅλους1
καί νά μήν ἔχει τίποτε δικό του. Αὐτά
τά ἔργα ἔκανε μέσα του ἡ ἀγάπη, τά
ὁποῖα φύλαγε ἡ εὐλογημένη ταπείνωση,
ἀποταμιεύοντάς τα στά βαλάντια πού δέν
παλιώνουν2.
Τέλος
καί
τῇ
Τρισηλίῳ
Θεότητι
κράτος,
αἶνος
καί
δόξα
εἰς
τούς
αἰῶνας
τῶν
αἰώνων.
Ἀμήν.
«ΛΟΓΟΙ
ΚΑΙ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΑΓΙΩΝ
ΠΑΤΕΡΩΝ»
Εὐεργετινός
τόμος
β΄
Ἐκδόσεις:
«
ΤΟ
ΠΕΡΙΒΟΛΙ
ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ
»
1Πρβ.
Πραξ. Δ΄ : 32.
2Λουκ.
Ιβ΄ : 33.
Εὐχαριστοῦμε
θερμά τίς ἐκδόσεις
«
ΤΟ
ΠΕΡΙΒΟΛΙ
ΤΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΑΣ
»
γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων
ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.
Ἀρχ. Σάββας
Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου