(Μέρος 3ο)
Να θυμάσαι πάντοτε, ψυχή, τον φοβερό Κριτή, ο οποίος την ώρα της
φοβερής Κρίσεως θα πλέξει στεφάνους χαρίζοντας την ατελεύτητη βασιλεία,
την ζωή και την ουράνια δόξα στους πτωχούς, πού θα στέκονται τότε εκ
δεξιών Του, ενώ θα πεί φοβερά λόγια σε εκείνους πού στέκονται εξ
ευωνύμων Του λόγω της ασπλαγχνίας τους προς τους πτωχούς: να
εξαφανιστείτε από μένα, καταραμένοι, στο αιώνιο πύρ[1]. Για όλες τις
άλλες, καλές και κακές, πράξεις και αυτών και των άλλων δεν μνημονεύεται
τίποτα, όχι επειδή αυτές δεν αξίζουν ούτε έπαινο ούτε μομφή, αλλά αυτό
δείχνει φανερά, ότι και η αρετή και το κακό συνίστανται περισσότερο στο
να δίδει κανείς ελεημοσύνη στους πτωχούς, πού ζούν μέσα στις θλίψεις,
παρά στο να τους περιφρονεί. Επομένως, μην χαίρεσαι με τους στεναγμούς η
με τις κακοπάθειες των πτωχών, επειδή φοβερός εκδικητής και προστάτης
τους είναι ο ίδιος ο Ύψιστος. Πάψε λοιπόν να επιβαρύνεις τους πτωχούς με
φόρους και με την απληστία σου. «Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και από
του στεναγμού των πενήτων, νύν αναστήσομαι, λέγει Κύριος»[2]. Να
φοβάσαι, ανόητη, να φοβάσαι και να απαλλαγείς από αυτήν την ανόητη
συνήθεια, πού απέκτησες από παλιά εξαιτίας του ακορέστου πάθους σου για
το χρυσάφι.
Να αγαπήσεις τους πτωχούς, για να πέσει επάνω σου από ψηλά
όχι η οργή του Θεού, αλλά η θεία χάρις. Μην μοιάζεις με τους κηφήνες,
πού με τα έργα των άλλων γεμίζουν πάντοτε την κοιλιά τους. Εάν μιμείσαι
το αξιέπαινο έργο της σοφής μέλισσας, πού τρέφεται πάντοτε από την
δίκαιη δουλειά της, τότε θα βρεθείς εκ δεξιών του Κριτή και θα
συγκαταλεχθείς μεταξύ εκείνων πού στο πρόσωπο κάθε φτωχού ελέησαν τον
Κύριο, και όχι μεταξύ όσων πέρασαν από δίπλα Του χωρίς να Του δώσουν
βοήθεια.
Οι εντολές του Θεού μοιάζουν με χρυσοκέντητο στέμμα, στολισμένο με
πολύτιμα πετράδια. Προσπάθησε λοιπόν να το φέρεις ολόκληρο στον Βασιλέα
σου για να βραβευθείς με την ουράνια Χάρη και όχι την οργή. Να ζείς
αφιλοκερδώς και να ασκείσαι στην αγαμία, όπως ορίζει ο αγωνοθέτης σου,
αν πραγματικά επιθυμείς να γευθείς εκείνο το θείο δείπνο, το οποίο
στερήθηκες, αφού έφυγες ανόητα για να πάς στο χωριό[3]. Μή σε δελεάζουν
οι ακόλαστες και ολέθριες σκέψεις, πού σε συμβουλεύουν να έχεις
οπωσδήποτε εξασφαλίσει κέρδος, χρυσάφι και κτήματα για τα βαθιά σου
γεράματα και τις αρρώστιες. Τί είδους δικαιολογία μπορεί να έχεις,
αμαρτωλή, ότι κάποτε δήθεν αρνήθηκες για τον Θεό την δική σου περιουσία,
ενώ αποκτάς τις ξένες;
Πέφτεις στις ίδιες ψυχοφθόρες μέριμνες, πού τυφλώνουν τα έξυπνα μάτια
σου με τις ακολασίες της σάρκας, οι οποίες, σαν αγκάθια, καταπνίγουν
ο,τι σπάρθηκε από ψηλά στην καρδιά σου. Επιστρέφεις πάλι στα ίδια πάθη
πού προηγουμένως καθυπόταξες, αδικώντας έτσι τον εαυτό σου. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο μοιάζεις με εκείνον πού τρέχοντας να αποφύγει τον καπνό,
εγκλωβίζεται ανόητα από την φωτιά. Να ξέρεις ότι αυτά είναι τα δίχτυα
του πονηρού, πού σε τυλίγουν με δήθεν δίκαιες μέριμνες και κολακεύοντας
την σκέψη σου σε παρασύρουν μακριά από την αγάπη του Θεού και σε
μπλέκουν ξανά στα ίδια φρικτά αγκάθια, από τα οποία απομακρύνθηκες, όταν
αρνήθηκες αυτήν την ζωή. Μην δένεις πάλι, ψυχή μου, τον εαυτό σου με
αυτά τα δίχτυα, για να μην εκδιωχθείς από τον ουράνιο γάμο. Πώς θα σε
αναγνωρίσουν ότι δέχεσαι τον σταυρό η ότι απαρνείσαι τον εαυτό σου, για
να ακολουθήσεις πιστά τα ίχνη του Χριστού, αν πάλι σε παρασύρουν οι
μέριμνες για χρυσάφι και απόκτηση περιουσίας; Έχει λεχθεί ότι «ουδείς
επιβαλών την χείρα αυτού επ’ άροτρον» –ως «άροτρον» εδώ εννοείται η
τήρηση των θείων εντολών αρχικά και έπειτα η επιστροφή στις κακές
πράξεις της καθημερινής ζωής– «και βλέπων εις τα οπίσω εύθετός εστιν εις
την βασιλείαν του Θεού»[4]. Δεν μπορείς, ψυχή, «δυσί κυρίοις δουλεύεινΙ
Θεώ και μαμωνά»[5], όπως είναι αδύνατον να βλέπεις με τον έναν οφθαλμό
σου την γή και με τον άλλο τον ουρανό, αλλά βλέπεις και με τους δύο η
προς τα επάνω η προς τα κάτω. Αν αγαπάς τον Χριστό, θα πρέπει να
μισήσεις ολοκληρωτικά το χρυσάφι, επειδή είναι μεταξύ τους αντίθετα,
όπως η ζωή με τον θάνατο, η όπως το φως με το σκοτάδι. Τί κοινό υπάρχει
μεταξύ του Χριστού και του χρυσού; Ο Βασιλέας Χριστός θέλει να βρίσκεσαι
ολοκληρωτικά δίπλα Του, να κλαίς και να μετανοείς συνεχώς, χωρίς την
παραμικρή φροντίδα για τροφή και ενδυμασία. Αφού τα αφήσεις όλα αυτά,
ακολούθησέ Τον χωρίς να κοιτάς πίσω, αποθησαυρίζοντας μόνο ένα κέρδος,
τον σταυρό της νεκρώσεως του εαυτού σου· αυτό ζητάει ο Χριστός. Ενώ το
χρυσάφι, πού σε κυκλώνει από παντου με τις ψυχοφθόρες μέριμνες, σε
κρατάει δέσμιο, όπως ο φοβερός όφις, αναγκάζοντας τον νου σου να χάνει
σταδιακά την θέα των ουρανών και των Αγγέλων και την επιθυμία του Θεού.
Το σώμα πού παχαίνει συνεχώς από τα νόστιμα φαγητά πέφτει σε βαθύ ύπνο,
με απαίσιες σαρκικές επιθυμίες και σκέψεις βέβηλες, αλλοίμονο, όχι μόνο
κατά την διάρκεια του ύπνου αλλά και την ώρα της αγρυπνίας. Τα μάτια
ενός τέτοιου ανθρώπου βλέπουν περιφρονητικά, επειδή η καρδιά του
φούσκωσε από ελπίδες μάταιες για πλούτο και κέρδη. Αυτός λογαριάζει
πλέον τον εαυτό του μεγάλο και τρανό και όχι τελευταίο από όλους, όπως
νόμιζε προηγουμένως. Και σε αυτό αποβλέπει η κάθε πράξη του· επιζητά
τους επίγειους επαίνους. Έπειτα, αφού επιτύχει το ζητούμενο, μολονότι
προηγουμένως εμφανιζόταν στο πρόσωπό του κάποιο ίχνος υποκριτικής
ταπεινοφροσύνης, τώρα την απορρίπτει και αδιάντροπα δείχνει την κρυμμένη
μέσα του υπερηφάνεια. Απορρίπτει όμως την θεία διδασκαλία πού
καταδικάζει τον υπερήφανο δούλο, πού είναι κυριευμένος από το πάθος να
κυβερνά και να διατάζει τους ομοίους του και εξομοιώνεται με τους
απίστους και τους ανυπάκοους.
Λόγω της υπερηφάνειάς του αυτός νομίζει πιά ότι ορίστηκε διαχειριστής
του νόμου και δεν στηρίζεται σε αυτόν για την δίκαιη διακυβέρνηση των
κατωτέρων του. Καυχάται, ανομεί, οργίζεται υπερβολικά, βασανίζει,
φυλακίζει, δωροδοκείται, τρώει ασυγκράτητα. Όλες οι σκέψεις του
ασχολούνται με το χρυσάφι και όλη η μέριμνά του είναι πώς να
ικανοποιήσει την εξουσία του. Η γλώσσα του είναι λυμένη, χωρίς τα ιερά
δεσμά της σιωπής, πάντοτε ομιλεί με οργή και αγανάκτηση, και στα χείλη
του κρέμονται όλα όσα λένε οι αισχροί άνθρωποι και οι πόρνες. Και το
χέρι του όμως δεν παραμένει άπραγο, αλλά σηκώνει ψηλά το ραβδί και
απειλεί να χτυπήσει στις πλάτες τον πτωχό άνθρωπο, ενώ η σκέψη του
τυφλώνεται από το πάθος της μάταιης δόξας και της υπερηφάνειας. Πέρα δε
από αυτά, κατέστρεψε και την αγαθότητα της ψυχής του, πού ήταν γεμάτη
πνευματικό πλούτο. Προσπαθεί πλέον να στολιστεί εξωτερικά με πολύχρωμα
και μαλακά μεταξωτά υφάσματα, με χρυσό, ασήμι και πολύτιμα μαργαριτάρια,
και την ίδια στιγμή κλείνει τα αυτιά του, σαν κουφός όφις, στον θείο
λόγο ο οποίος επικρίνει όσους ντύνονται με πολυτελή ενδύματα[6]. Τα
χέρια ξεχνά να τα απλώσει για να δώσει ελεημοσύνη σε όσους πεθαίνουν από
την φτώχεια, αλλοίμονο, αλλά μαστιγώνουν αλύπητα τους φτωχούς για να
εξοφλήσουν τους υπέρογκους τόκους των χρεών, τους οποίους δεν μπορούν να
αποπληρώσουν. Μπορεί να τους στερήσει την ελευθερία τους η ακόμη, αφού
τους πάρει την περιουσία, να τους διώξει από τον τόπο τους με άδεια
χέρια. Αν και ελέγχει τα χωριά, δεν φροντίζει τους χωρικούς, όπως τα
μέλη του σώματός του, κατά την εντολή του Κυρίου[7]. Αντιθέτως
ταλαιπωρεί συνεχώς τους χωρικούς σαν αγορασμένους δούλους με διάφορες
βαρειές δουλειές. Αν μάλιστα εκείνοι φταίξουν σε κάτι, αμέσως οργισμένος
δένει τα πόδια τους με σιδερένιες αλυσίδες.
Υπερηφανευόμενος για την εξουσία του, χωρίς κανένα φόβο, τρέχει προς
το χείλος της αβύσσου, σαν ατίθασο άλογο, πού, αφού αποτίναξε το
χαλινάρι του, έρριξε με θράσος από την ράχη τον καβαλάρη του και
μαίνεται, χλιμιντρίζει και κάνει ασυγκράτητα άλματα, έως ότου πέσει, το
άτυχο, σε σαρκοβόρα θηρία, πού θα το κατασπαράξουν και θα το
καταβροχθίσουν.
Έτσι και η ψυχή, πού υπερηφανεύεται για τα πολλά αποκτήματά της,
διώχνει σταδιακά από την καρδιά της τον φόβο του Θεού. Όταν χάσει τελικά
αυτόν τον φόβο, δεν φοβάται πιά ούτε το ψέμα ούτε την επιορκία ούτε
κάποια ληστεία· φθονεί, οργίζεται, καυχάται τρομερά και χαίρεται πολύ με
τις φθοροποιές διχόνοιες. Τρέφεται όπως η βδέλλα με αίμα και πάντοτε
παρατηρεί τα αμαρτήματα των άλλων, χωρίς να νιώθει ποτέ τα δικά της. Αν
την επαινέσει κανείς χαίρεται, ενώ αν δεν της δώσουν προσοχή, οργίζεται
σαν θηρίο και την καταλαμβάνει θλίψη μεγάλη. Περιφρονεί την Αγία Γραφή,
πού συμβουλεύει να καλούν όχι τους πλουσίους αλλά τους πτωχούς στο
τραπέζι τους. Πάντοτε προσφέρει άφθονα φαγητά στους πλουσίους, με τους
οποίους χαίρεται να συναναστρέφεται, και με τα δύο της χέρια λεηλατεί
αλύπητα τις περιουσίες των πτωχών για κάθε είδους απολαύσεις της καρδιάς
της. Η ίδια πάντοτε ευφραίνεται με κάθε τρόπο και ενδύεται πανάκριβες
ζεστές εσθήτες, ενώ στους άλλους πού πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο
δεν δίνει καμμία σημασία. Τρώει καθημερινά με πολυτέλεια, απασχολώντας
ένα ολόκληρο πλήθος από υπηρέτες και δούλους.
Τα λόγια είναι περιττά. Με τις καθημερινές πράξεις σου δείχνεις ότι
τις εντολές του Θεού τις θεωρείς κενά λόγια και νομίζεις πώς μοναχισμός
είναι τα μαύρα ράσα. Λέει αλήθεια όμως εκείνος πού είπε για όσους
υποκρίνονται τους ευσεβείς πώς «από των καρπών αυτών επιγνώσεσθε
αυτούς»[8]. Και προσθέτει: «μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν η από
τριβόλων σύκα; Ιου δύναται δένδρον αγαθόν καρπούς πονηρούς ποιείν, ουδέ
δένδρον σαπρόν καρπούς καλούς ποιείν»[9]. Επομένως, αφού απέρριψε τον
φόβο του Θεού και έχασε το φως πού ελέγχει τα πάθη της ψυχής, αυτή
βλέπει μόνο την εξωτερική ακαθαρσία, πού δεν έχει καμμία σημασία.
Καθαρίζει διαρκώς με σαπούνι τα χέρια της, ενώ δεν την απασχολεί
καθόλου, ότι λερώνεται συνεχώς από το μίασμα της απληστίας. Αν συμβεί
κάποτε να τρέξει αίμα από τα δόντια, τότε δεν προσέρχεται στα άγια
Μυστήρια. Αλλά την ίδια στιγμή θεωρεί ασήμαντο το ότι η γλώσσα της
μολύνεται φοβερά από αναρίθμητες θεομίσητες ύβρεις. Αν συμβεί μέσα στον
ύπνο άθελά της να μολυνθεί, τότε σιχαίνεται ακόμη και να αγγίξει το
ένδυμά της, ενώ τα νόστιμα φαγητά, τα ποτά και τον πολύωρο ύπνο, πού την
προκαλούν, τα απολαμβάνει πάντοτε ασυγκράτητα και ακόρεστα. Δεν γεύεται
κρασί και λάδι κατά την Τετάρτη και την Παρασκευή, τηρώντας τους
κανόνες των Αγίων Πατέρων, αλλά τυραννεί χωρίς τύψεις τους ανθρώπους,
πληγώνοντάς τους με αποδοκιμασίες και πρωτάκουστες συκοφαντίες. Με την
γλώσσα της ρίχνει άδικο στους ανθρώπους και τους κατηγορεί χωρίς έλεος
στα κρυφά, ενώ μπροστά τους υποκρίνεται την φίλη. Επισκέπτεται συχνά τα
δικαστήρια για υποθέσεις των χωριών και φιλονικεί έντονα με τους
αντιπάλους της. Αν και δεν έχει ισχυρά επιχειρήματα εναντίον τους,
επιθυμεί να τους κατηγορήσει. Έτσι ζητεί από τους δικαστές την άδεια να
λυθεί η διαφορά στο πεδίο της μάχης διά των όπλων. Είναι γνωστή η εντολή
πού λέγει να συμφιλιωνόμαστε με τον αντίπαλό μας και να μην
αντιστεκόμαστε στον αδικούντα μέχρις εσχάτων, εγκαταλείποντας καθετί
δικό μας και λογαριάζοντάς το εντελώς ασήμαντο. Αντιθέτως αυτή μάχεται
και με όπλα ακόμη, εναντίον του αντιδίκου της για ένα μικρό κομμάτι γής
πού αλλοίμονο, πολλές φορές δεν είναι κάν δικό της, χωρίς να φοβάται
έστω και λίγο ούτε τον Θεό. Δεν φοβάται ούτε τους ίδιους τους μάρτυρες,
τις τάξεις των Αγγέλων, ενώπιον των οποίων επέλεξε τον αφιλοκερδή βίο.
Δεν τρέμει και δεν αισχύνεται για τις υποσχέσεις, πού η ίδια έδωσε στον
Θεό. Και, ενώ αμαρτάνει τόσο πολύ, νομίζει ότι εκπληρώνει αρετή μεγάλη.
Αυτό δεν είναι παρά απόδειξη άκρας παραφροσύνης. Κάθε αμαρτία είναι
φοβερή, αλλά το να καυχάται κανείς για την αμαρτία είναι απόδειξη
μεγάλης διαφθοράς.
Επειδή είσαι τόσο άχρηστη, ακόλαστη, πότε θα συνέλθεις και θα χύσεις
τα σωτήρια δάκρυα της μετανοίας; Πώς θα βάλεις μέσα στην καρδιά σου τον
φόβο του Θεού και την μνήμη του θανάτου και των βασάνων της κολάσεως;
Και πότε θα αποκτήσεις την αγνή προσευχή, αφού δεν σε αφήνουν να
ηρεμήσεις οι αναρίθμητοι πειρασμοί και οι βιοτικές μέριμνες; Πώς θα
αποκτήσεις πραότητα, ταπεινοφροσύνη και ιερή σιωπή της καρδιάς, αφού
συχνά και ασυγκράτητα παρασύρεσαι από την οργή και από τις διαφορές για
την γή άλλοτε με τους ίδιους τους αγρότες και άλλοτε με τους γείτονές
σου; Και, αν αποδειχθεί ότι αυτοί σε αδίκησαν σε κάτι, προσπαθείς με την
σειρά σου να τους προσβάλεις ως εχθρούς. Πώς μπορείς να λες ότι είσαι
διατεθειμένη να πεθάνεις για τον πλησίον σου, αφού συνεχώς τον
βασανίζεις χωρίς έλεος με διάφορα βάρη και με την ψυχοφθόρο τοκογλυφία;
Και, αν δεν αποκτήσεις αυτές τις αρετές, θα είσαι καταδικασμένη εις τον
αιώνα του αιώνος σε βαθύ σκοτάδι και θα παραδοθείς στα βάσανα της
κολάσεως, χωρίς να έχεις κανένα όφελος ούτε από τις συχνές και πολύωρες
προσευχές ούτε από το μαύρο ράσο πού φοράς. Η προσευχή και το μαύρο ράσο
ευχαριστούν τον Θεό και τιμώνται από Αυτόν τότε μόνο, όταν με επιμέλεια
και με ακρίβεια εκτελείς όλες τις εντολές Του, όχι όπως νομίζεις εσύ,
αλλά όπως ο Κύριος τις παρέδωσε. Αυτός δεν ζητάει τίποτα άλλο, μήτε
προσευχές πολύωρες, μήτε εγκράτεια από το φαγητό, παρά μόνο την
εκπλήρωση των εντολών Του. Εξάλλου όλες οι προσευχές, οι νηστείες, οι
αγρυπνίες και η μόνωση καθιερώθηκαν με μόνο σκοπό την εκπλήρωση των
εντολών, μην καυχάσαι λοιπόν για τίποτα από αυτά, αφού αδιαφορείς για
την εκπλήρωσή τους. Να επιδιώκεις λοιπόν, επάνω από οποιαδήποτε άλλη
αρετή, να φθάσεις σε αυτήν την εκπλήρωση.
Είπε ο Σωτήρας: «εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ
μου αγαπήσει αυτόν»[10]· και επίσης προσέθεσε: «ου πάς ο λέγων μοι
Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ ο ποιών
το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς»[11]. Εάν όμως εσύ, ακόλαστη,
πίνεις το αίμα των πτωχών με την απληστία και τις άλλες αδικίες,
αποκτάς, όποτε και όπως θέλεις, άφθονα όλα αυτά πού επιθυμείς. Έτσι,
ταξιδεύεις στις πόλεις με άλογα καθαρόαιμα, με ένα πλήθος υπηρετών, από
τους οποίους άλλοι σε ακολουθούν από πίσω και άλλοι τρέχουν μπροστά με
φωνές και μαστίγια για να διώξουν από τον δρόμο σου τον κόσμο, πού σε
υποδέχεται και δεν σε αφήνει να περάσεις. Τότε νομίζεις ότι με τις
πολύωρες προσευχές και με αυτά τα μαύρα ράσα ευχαριστείς τον Χριστό, ο
οποίος αγαπά το έλεος περισσότερο από την θυσία[12] και καταδικάζει
όποιον αποστρέφεται τον ζητιάνο; Παρασύρθηκες φοβερά και έχεις πλέον
χάσει τον ίσιο δρόμο, κτίζοντας σπίτια πάνω στην άμμο και όχι επάνω στην
πέτρα την γερή[13], πού είναι η έμπρακτη τήρηση όλων των εντολών του
Σωτήρος.
Εσύ, ακόλαστη ψυχή μου, απολαμβάνεις, μαζεύοντας πλούτη για τον εαυτό
σου κατά τον τρόπο των Εβραίων, για να έχεις τις αποθήκες σου πάντοτε
γεμάτες από διάφορα τρόφιμα και εκλεκτά ποτά. Κάθε χρόνο μαζεύεις από τα
χωριά σου μεγάλους και πολλούς σωρούς από αγαθά, πού για να πάρεις
μεγαλύτερο κέρδος τους φυλάς επίτηδες για τον καιρό της πείνας. Αλλά δεν
φοβάσαι καθόλου τον Θεό, πού θα καταραστεί όσους αφήνουν τους
συνανθρώπους τους να πεθαίνουν της πείνας, κρατώντας το σιτάρι και κάθε
είδους φαγώσιμο στην πιο υψηλή τιμή, οδηγημένοι από την επιθυμία του
μεγαλύτερου κέρδους[14];
Να αποφεύγεις, ψυχή μου, να μοιάσεις με εκείνον πού αποφάσισε να
μεγαλώσει τις αποθήκες του, για να μην σε αποκαλέσει ο Θεός άφρονα, όπως
και εκείνον[15]. Να μή θέλεις να μοιάζεις με εκείνον τον πλούσιο, πού
έτρωγε πάντοτε νόστιμα φαγητά και περιφρονούσε τον ζητιάνο. Να μιμείσαι
τον σώφρονα Λάζαρο, για να σε δεχθεί και εσένα ο Αβραάμ στους κόλπους
του και όχι η άβυσσος του πυρός πού καίει αιώνια. Αφού με την μοναχική
κουρά υποσχέθηκες στον Κύριό σου να εκπληρώνεις έμπρακτα όλες τις άγιες
εντολές Του, προσπάθησε με όλη την δύναμή σου να είσαι υπεράνω κάθε
μάταιης φροντίδας αυτής της ζωής σύμφωνα με την κρίση του Βασιλέως
Χριστού σου, «ότι εάν μή περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των
γραμματέων και των Φαρισαίων, ου μή εισέλθητε εις την βασιλείαν των
ουρανών»[16]. Αν όμως, ακόλαστη, δεν αποδειχτείς καλύτερη από εκείνους
στην αρετή αλλά πολύ χειρότερη, τότε τι περιμένεις;
Αλλοίμονο, τι ντροπή και τι λύπη θα έχεις τότε! Επειδή είναι φανερό
ότι η ζωή σου είναι πολύ χειρότερη από την ζωή των Γραμματέων και των
Φαρισαίων. Ο υπερήφανος Φαρισαίος δεν ήταν ούτε άδικος ούτε αιμοβόρος,
αλλά έδινε στους πτωχούς το ένα δέκατο από τα εισοδήματά του. Αν όμως
εμείς λόγω της μεγάλης φιλαργυρίας μας εκμεταλλευόμαστε τα έργα και τους
κόπους των άλλων χωρίς έλεος, τότε πώς μπορούμε να αποκτήσουμε την
αιώνια ζωή και την δόξα, αφού παρανομούμε χειρότερα και από τους
Φαρισαίους;
Τέτοιου είδους σκέψεις, ψυχή μου, είναι παιδαριώδεις και ανόητες και
αποτελούν φανερή πλάνη των αοράτων εχθρών. Κανείς δεν μπορεί να
απαλλαγεί από την ταλαιπωρία του πυρετού, αν δεν ακολουθήσει τις οδηγίες
του σοφού ιατρού, όπως ο πηδαλιούχος δεν μπορεί να οδηγήσει στο λιμάνι
το πλοίο του χωρίς ούριο άνεμο. Έτσι ακριβώς και η ψυχή, πού δεν ξέπλυνε
με την τήρηση των εντολών του Θεού ο,τι την μιαίνει, δεν μπορεί να
φθάσει σε ασφαλές λιμάνι χωρίς να την καθοδηγήσει η Χάρις του Αγίου
Πνεύματος.
Αγαπημένη μου ψυχή, μας δόθηκε άνωθεν η υπόσχεση για τον ουρανό, όπου
τελείται εορτή και ιερή γλυκειά ψαλμωδία των πρωτοτόκων[17] και οι
νοητές τάξεις των Αγγέλων λάμπουν με φώς. Γι’ αυτό πρέπει να ενδυθούμε
την κατάλληλη ενδυμασία, την υφασμένη από τις θεάρεστες πράξεις και
αρετές. Και από κάτω πάλι η γή με το ορθάνοιχτο στόμα της μας δείχνει
τον σκοτεινό πυθμένα της κολάσεως και μας απειλεί με το ατελεύτητο πύρ
της γεέννης, αν δεν ζούμε την ζωή μας σύμφωνα με τους κανόνες της
ευσεβείας. Να φοβηθούμε λοιπόν αυτά πού βρίσκονται από κάτω και να
αναζητήσουμε σταθερά τα υψηλά, μέχρι να ανεβούμε εκεί. Να η τρίποδη[18]
και ολοστρόγγυλη τράπεζα[19] και επάνω της το χρυσό ποτήρι[20] γεμάτο
ουράνιο νέκταρ[21]. Αν θέλεις, ψυχή, να τα γευθείς και να απολαύσεις την
θεία Χάρη, τότε κλείσε μέσα στην καρδιά σου τις τρεις αυτές αρετές πού
στηρίζουν την τράπεζα. Κάθε μια έχει απαραίτητα ανάγκη από τις δύο
άλλες, ώστε, αν αφαιρέσεις την μία απ’ αυτές, οι άλλες δύο να είναι
άχρηστες. Προσπάθησε, λοιπόν, με την πιο θερμή επιθυμία να αποκτήσεις
την μεγαλύτερη από αυτές[22]. Επειδή χωρίς την αγάπη, όλα τα άλλα
αποδεικνύονται άχρηστα, δηλαδή η μετακίνηση βουνών, η γνώση των
ανθρωπίνων γλωσσών αλλά και των Αγγέλων ακόμα, η προσφορά προς τους
ενδεείς, μέχρι και η παράδοση του σώματός μας στην φωτιά[23].
Απαρνήθηκες εντελώς τον εαυτό σου και δήλωσες ξένη για όλη αυτήν την
μάταιη ζωή. Γι’ αυτό να μην απολαμβάνεις ούτε το νόστιμο φαγητό ούτε την
δόξα ούτε τον πλούτο ούτε την φιλία με τους ευγενείς. Όποιος τον
αρνήθηκε αμέσως με την ανάργυρη ζωή του, τα δάκρυα, την σιωπή, τις
προσευχές, τις αγρυπνίες και την ανάγνωση των ιερών βιβλίων, τρεφόμενος
νοερά από την αγαθότητα του Θεού, χαίρεται, επειδή πάντοτε είναι πλήρης
της θείας αγαλλιάσεως.
Να σε τι συνίσταται η ζωή των οσίων παρθένων ανδρών! Να ο πλούτος
τους! Να η αληθινή δόξα και χαρά τους! Σε αυτό συνίσταται η
εκατoνταπλάσια ανταμοιβή τους, πού αποτελεί τρόπον τινά αρραβώνα των
μελλόντων αγαθών και όχι στην συνεχή απόκτηση των φθαρτών περιουσιών,
όπως θεωρούν λανθασμένα οι υπηρέτες και οι λάτρεις του χρυσού. «Ουδείς
δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», είπε ο Κύριος. «Ου δύνασθε Θεώ
δουλεύειν και μαμωνά»[24]. Εάν κάποιος επιθυμεί να γευθεί αυτό το θείο
δείπνο με τους οσίους, τότε, όταν τον καλέσουν, να μην αρνηθεί ανόητα να
παρευρεθεί ούτε λόγω της περιουσίας του, ούτε λόγω του ζεύγους των
βοδιών πού αγόρασε, ούτε λόγω του γάμου του[25]. Αν όμως αρνηθεί
εξαιτίας κάποιου από αυτούς τους λόγους, τότε ας γνωρίζει αληθινά πώς θα
απολέσει την θεϊκή ευωχία.
Γι’ αυτό να αποφεύγεις την επικοινωνία με αυτούς πού σκέπτονται
κοσμικά· να αγαπήσεις την σιωπή πού σε ενώνει εύκολα με τον Θεό. Να
χαίρεσαι, όταν υφίστασαι ατιμία και να υπομένεις με ανδρεία τις ύβρεις,
ανταποδίδοντας στους υβριστές σου προσευχές. Εάν κάποιος έτσι πράττει,
θα είναι παράφρων για τους ανθρώπους, αλλά αρεστός στον Θεό, έχοντας
κρυμμένη στην καρδιά του την σοφία. Να αποκτήσεις και την
ταπεινοφροσύνη, πού είναι ο σταθερός και αδιαμφισβήτητος θησαυρός των
αρετών. Όχι όμως την ταπεινοφροσύνη εκείνη πού συνήθως εκδηλώνεται
ψευδώς με μετάνοιες, σιωπηλή ομιλία, σεμνή ενδυμασία και εξωτερικά
ελκυστική και ευειδή μορφή του σώματος.
Επί πλέον, να μην φανερώνεις καθετί όμορφο και υψηλό, με το οποίο
αγάλλεται ο Βασιλέας των ουρανών, και μάλιστα να κρύβεις μέσα στην
καρδιά σου τον φόβο του Θεού και να χύνεις ασταμάτητα θερμά δάκρυα.
Επίσης να κατηγορείς τον εαυτό σου πάντοτε για καθετί και να θεωρείς τον
εαυτό σου άνυδρη γή και στάχτη[26]. Να δείχνεις τις πράξεις σου στον
Έναν και μόνο ο οποίος γνωρίζει όλα τα μυστικά. Να στηλιτεύεις τις
αμαρτίες σου χωρίς δισταγμό μπροστά στους ανθρώπους και να αποδέχεσαι
κάθε μομφή τους ως έπαινο. Να αποφεύγεις πάντοτε την διαμονή στις
πόλεις. Να χαίρεσαι τις αχανείς ερήμους, να εχθρεύεσαι πάντοτε μόνο τα
ολέθρια δαιμόνια και να χαίρεσαι εξίσου για όλους τους πιστούς.
Προσπάθησε να αποκτήσεις αυτόν τον ψήνα[27], αυτόν τον θεϊκό ψήνα, πού
θα ωριμάσει τα πνευματικά έργα σου. Γέμισε τα πανιά σου με την απαλή
πνοή του Ζεφύρου, πραγματοποιώντας το πολυτάραχο και μοναχικό ταξίδι
σου. Η ταπεινοφροσύνη μοιάζει με την δροσερή αύρα πού μας οδηγεί στο
λιμάνι. Εάν αυτή σε κυβερνά προσεκτικά, θα αποφύγεις εύκολα τα δίχτυα
του εχθρού. Αφού την αποκτήσεις με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος σαν τις
νοερές «πτέρυγες περιστεράς περιηργυρωμέναι, και τα μετάφρενα αυτής εν
χλωρότητι χρυσίου»[28], θα πετάξεις με αγαλλίαση από την γή προς τις
ουράνιες κατοικίες.
Επομένως, αν πράγματι επιθυμείς να αποκτήσεις αυτά πού σου ανέφερα
και όχι μόνο να ομιλείς γι’ αυτά με μάταιους λόγους, τότε θα πρέπει αυτό
πού διδάσκεις να πράττεις, για να είσαι ευπρόσδεκτη στην βασιλεία των
ουρανών.
Το ακόλουθο λέγεται από τον ίδιο τον Λόγο
Αν κάποιος πιστεύει βαθιά μέσα του, με ειλικρίνεια και όχι
υποκριτικά, στην ευσέβεια και την αγνότητα, αν είναι ξένος στην
κακοπιστία, στην κάθε διπροσωπία, την ματαιοδοξία και την ύβρη, και
επιθυμεί πάντοτε να διακρίνεται με τον μεγαλύτερο ζήλο για τον Χριστό,
από τον οποίο δεν υπάρχει τίποτα υψηλότερο ανάμεσα σε όλα τα ένδοξα,
ούτε στην γή, ούτε στον ουρανό, τότε αυτός θα με δεχθεί με χαρά και θα
καταγράψει μέσα στις σκέψεις του αυτήν την σεμνή διδασκαλία και αυτές
τις άτεχνες ομιλίες, οι οποίες όμως κρύβουν καλό περιεχόμενο. Πάντως οι
σοφοί πρέπει να τις προσέχουν πάρα πολύ, αν επιθυμούν να έχουν πάντοτε
γραπτώς το ωφέλιμο και όχι να το ακούνε με την άκρη του αυτιού τους. Το
κυπαρίσσι φυτρώνει ίσια προς τα επάνω, αλλά είναι ευχάριστο μόνο στα
μάτια. Αντίθετα, η συκιά, ακόμη και αν είναι περιτριγυρισμένη με μυτερά
κλαδιά στο κατώτερο μέρος της, γλυκαίνει τον λαιμό μας με τους καρπούς
της πού στάζουν μέλι.
Πηγή: Άπαντα Αγίου Μαξίμου Γραικού, Αγίου Μαξίμου Γραικού Λόγοι,
Τόμος Α΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Έκδοσις Ιεράς
Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2011
http://maximostrivolis.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου