Υπάρχει λύπη ωφέλιμη και λύπη βλαπτική. και ωφέλιμη είναι ή λύπη, όταν ο άνθρωπος θρηνεί για τις αμαρτίες του, όταν θλίβεται για την (πνευματική) άγνοια του πλησίον, όταν ανησυχεί μήπως ξεφύγει από το σκοπό του και όταν έχει αγωνία να κατακτήσει την τέλεια αρετή. Υπάρχει όμως και ή λύπη πού υποβάλλει ο εχθρός, κι αυτή είναι εντελώς παράλογη. Από μερικούς ονομάζεται και ακηδία. Τη λύπη αυτή πρέπει να την αποδιώχνουμε με την προσευχή κυρίως και την -ψαλμωδία, κάνοντας τη σκέψη, ότι στην παρούσα ζωή κανένας ασύνετος δεν είναι χωρίς (τέτοιες) λύπες.
Του αββά Μάρκου
Αν στεναχωρηθείς με διάφορους τρόπους από την κακία και πέσεις σε ακηδία, συλλογίσου το θάνατό σου και τις φοβερές τιμωρίες. Καλύτερα να προσκολλάσαι ατό Θεό με προσευχή και ελπίδα (Ψαλμ. 72:28), παρά να έχεις εξωτερικές ενθυμήσεις, κι αν ακόμα είναι ωφέλιμες.
Το φοβερό πνεύμα της λύπης, Όταν κυριεύσει την ψυχή του ανθρώπου και τη σκοτίσει ολοκληρωτικά, την εμποδίζει από κάθε αγαθή εργασία και τη γεμίζει με κάθε κακία. Γιατί δεν της επιτρέπει να προσεύχεται με προθυμία, δεν την αφήνει να εγκαρτερεί στην ωφέλεια των ιερών αναγνωσμάτων, κάνει τον άνθρωπο οργίλο και επιθετικό προς τούς αδελφούς, γεννάει το μίσος και εναντίον ακόμα του μοναχικού σχήματος. και γενικά ή λύπη, αφού δημιουργήσει σύγχυση σ’ όλες τις σωτήριες σκέψεις της ψυχής και παραλύσει τη δραστηριότητα και την καρτερία της, τη φέρνει σε σημείο να είναι σαν ανόητη και μανιακή, δένοντάς την με το λογισμό της απελπισίας.
Όπως ο σκόρος τρώει το ρούχο και το σκουλήκι το ξύλο, έτσι και ή λύπη κατατρώει την ψυχή του ανθρώπου. Πείθει τον άνθρωπο ν’ αποφεύγει κάθε καλή πνευματική συναναστροφή, και δεν του επιτρέπει ούτε από γνήσιους φίλους να δέχεται συμβουλή ούτε καλή και ειρηνική απάντηση να τούς δίνει, αλλ’ αφού κυριαρχήσει σ’ όλη την ψυχή, τη γεμίζει με δυσαρέσκεια και ακηδία. και τότε τη βάζει ν’ αποφεύγει τούς ανθρώπους, γιατί γίνονται σ’ αυτήν αίτιοι ταραχής. και δεν την αφήνει να καταλάβει, πώς ή αρρώστια δεν οφείλεται σε εξωτερικά αίτια, αλλά την έχει από μέσα της και φανερώνεται τότε, πού θα έρθουν οι πειρασμοί και με τη δοκιμασία θα τη φέρουν στην επιφάνεια. Γιατί ποτέ δεν μπορεί να υποστεί βλάβη ο άνθρωπος από άλλον, αν δεν έχει μέσα του αποθηκευμένες τις αφορμές των παθών.
Γι’ αυτό ας μη θεωρούμε κανέναν από τους άλλους σαν αίτιο των αναταραχών των παθών μας, αλλά μονάχα τον εαυτό μας. και όλος ο πόλεμος μας ας γίνεται εναντίον των παθών πού είναι μέσα μας. Γιατί αν αυτά, με τη βοήθεια του Θεού, βγουν από μέσα μας, όχι μόνο με ανθρώπους, αλλά και με άγρια θηρία εύκολα θα μπορούμε να ζήσουμε, όπως είπε ο μακάριος Ιώβ: “Θήρες άγριοι ειρηνεύσουσί σοι” (Ιώβ 5:23).
Πρώτα-πρώτα λοιπόν ας αγωνιστούμε εναντίον του πνεύματος της λύπης, πού μας φέρνει την απελπισία, απομακρύνοντας το από την καρδιά μας με την ελπίδα στο Θεό. Γιατί αυτό το πνεύμα δεν άφησε τον Κάιν να μετανοήσει μετά την αδελφοκτονία, ούτε τον Ιούδα μετά την προδοσία του Κυρίου. Εκείνη μόνο τη λύπη να καλλιεργήσουμε, πού συνίσταται στη μετάνοια για τις αμαρτίες μας ενωμένη με την αγαθή ελπίδα, και πού μας προετοιμάζει ν’ αποκτήσουμε τα ουράνια αγαθά. Αυτή είναι πού μακαρίζεται και από το Χριστό με το λόγο, “μακάριοι οι πενθούντες, κ.λπ.” (Ματθ. 5:4). Αυτή είναι πού εγκωμιάζεται και από τον απόστολο με τη φράση, “ή κατά Θεόν λύπη μετάνοια εις σωτήρια αμεταμέλητων κατεργάζεται” (Β’ Κορ. 7:10).
Αυτή λοιπόν ή σωτήρια λύπη, τρέφοντας την ψυχή με την ελπίδα πού ακολουθεί τη μετάνοια, είναι ανάμικτη με χαρά. Γι’ αυτό και κάνει τον άνθρωπο πρόθυμο και υπάκουο για κάθε καλό έργο, εύκολοπλησίαστο, πράο, ανεξίκακο, υπομονετικό σε κάθε αγαθό κόπο, αφού είναι λύπη κατά Θεόν. Και μ’ αυτό γίνονται πια φανεροί οι καρποί του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο, δηλαδή ή αγάπη, ή χαρά, ή ειρήνη, ή μακροθυμία, ή αγαθότητα, ή πίστη, ή εγκράτεια (βλ. Γαλ. 5:22).
Γιατί αν δεν βρει το μοναχό ασφαλισμένο μ’ αυτά τα όπλα, τον κάνει άστατο Και ονειροπόλο Και ράθυμο Και άεργο Και τον οδηγεί να επισκέπτεται πολλά μοναστήρια Και να μη φροντίζει για τίποτε άλλο παρά που γίνονται τραπέζια Και συμπόσια. Γιατί ή διάνοια αυτού πού έπεσε σε άκηδία, τίποτε άλλο δεν φαντάζεται, παρά τις ονειροπολήσεις όσων αναφέραμε. Άπ’ αυτά τον δεσμεύει Και σε κοσμικά πράγματα Και τον δελεάζει λίγο-λίγο σε επιβλαβείς ασχολίες, ώσπου να τον διώξει κι άπ’ αυτή τη μοναχική ζωή.
Τι λοιπόν θα κάνουμε εμείς, πού είμαστε στην εργασία οκνηροί και επιδιώκουμε τη σωματική ανάπαυση, εμείς, πού ούτε κήρυγμα του Ευαγγελίου μας έχει ανατεθεί ούτε ή μέριμνα για τις Εκκλησίες (αλλά μόνο ή φροντίδα για την ψυχή μας); Για να δείξει όμως πιο καθαρά τη βλάβη πού φέρνει ή αργία, καταλήγει: “μηδέν εργαζομένους, αλλά περιεργαζομένους”. Γιατί από την αργία γεννιέται (ή περιέργεια, από την περιέργεια) ή αταξία και από την αταξία κάθε κακία. (και για να καθορίσει τη θεραπεία τους, συμπληρώνει: “τοις δε τοιούτοις παραγγέλλομεν…, Ίνα μετά ησυχίας εργαζόμενοι τον εαυτών άρτον εσθίωσιν”. Κάνει μάλιστα και μια βαρύτερη επίπληξη: “ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω”}.
Εκεί πού καθόταν στην έρημο ο αββάς Αντώνιος, έπεσε κάποτε σε άκηδία και σε μεγάλο σκοτισμό από τους λογισμούς. και έλεγε στο Θεό:
Κύριε, θέλω να σωθώ και δεν μ’ αφήνουν οι λογισμοί. Δίδαξε με, τι να κάνω στη θλίψη μου; Πώς θα σωθώ;
Σηκώθηκε λοιπόν και απομακρύνθηκε λίγο από το κελί του. Βλέπει τότε κάποιον, πού του έμοιαζε, να κάθεται και να εργάζεται· έπειτα να σηκώνεται από το εργόχειρο του και να προσεύχεται· μετά πάλι να κάθεται και να πλέκει τη σειρά – γιατί αυτό το εργόχειρο έκανε· και αφού πάλι εργάστηκε αρκετά, να σηκώνεται και να ξαναπροσεύχεται. Ήταν άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώσει και να στηρίξει τον Αντώνιο. Στράφηκε μάλιστα και τουείπε:
Έτσι να κάνεις και θα σωθείς.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Αντώνιος, ένιωσε πολλή χαρά και θάρρος. Απαλλάχθηκε από την άκηδία, έκανε έτσι (πού του είπε ο άγγελος) και προχωρούσε στο δρόμο της σωτηρίας.
Τι να κάνω, πού, όταν κάθομαι στο κελί μου, πέφτω σε αμέλεια;
Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
Κανένα να μην περιφρονήσεις ούτε να κατακρίνεις ούτε να κατηγορήσεις. Τότε ο Θεός θα σου χαρίσει (ψυχική) ανάπαυση, και ή παραμονή σου στο κελί θα είναι απερίσπαστη.
και αποκρίθηκε: Γιατί κάθε μέρα περιμένω το θάνατο.
Κάθε φορά πού ο άνθρωπος αρχίζει κάτι καλό, τον πολεμάει ή άκηδία. Δεν υπάρχει, πραγματικά, χειρότερο πάθος άπ’ αυτήν. “Αν όμως τη συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος και ενεργοποιήσει μέσα του την υπομονή και τη φιλοπονία, τότε βρίσκει ανάπαυση.
Όταν αυξηθεί ή υπομονή στις ψυχές μας, είναι φανερό ότι πήραμε μυστικά τη χαρά της θείας παρηγοριάς. και ή δύναμη της υπομονής είναι ανώτερη άπ’ όλες τις μορφές χαράς, πού μπορεί να δοκιμάσει ή καρδιά.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/06/blog-post_1736.html
pigizois.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου