Ένας Ερημίτης που βασανιζόταν συχνά από τον δαίμονα της ακηδίας, έλεγε στον εαυτό του κάθε φορά που εκείνος του ψιθύριζε να κατεβαίνει στην πολιτεία και να συναναστρέφεται τους ανθρώπους:
-Γιατί χάνεις την υπομονή σου, άθλιε, και ζητάς να τρέχεις άσκοπα εδώ κι εκεί; Αρκεί που δεν είσαι ικανός για τίποτα, τουλάχιστον δόξαζε τον Θεό που μένοντας εδώ δεν σκανδαλίζεις και δε στενοχωρείς τους συνανθρώπους σου. Ούτε συ θλίβεσαι και σκανδαλίζεσαι απ' αυτούς. Αναλογίσου τα κακά από τα οποία σ' έχει προφυλαγμένο η αγαθότητα του Θεού.
Μ' αυτά τα λόγια ο Ερημίτης δίδασκε τον εαυτό του κι αντιστεκόταν με πείσμα στις επιθέσεις του εχθρού, έως ότου ο Θεός βλέποντας την υπομονή του τον απάλλαξε εντελώς από την ακηδία.
-Οι θλίψεις για κείνους που τις δέχονται με υπομονή, αποκρίθηκε ο Όσιος, είναι το αλάτι που προλαβαίνει τη σήψη της αμαρτίας και κάνει τους ανθρώπους να παρουσιάζονται στον Ουρανό καθαροί.
-Είναι τάχα ανάγκη να κοπάζω τόσο; Είπε με το λογισμό του. Δεν έρχομαι να κατοικήσω πιο κοντά στην πηγή;
Καθώς έκανε αυτές τις σκέψεις, ένοιωσε κάποιον να βαδίζει πίσω του. Γύρισε και είδε ένα νέο αστραπόμορφο.
-Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε με θαυμασμό και απορία.
-Απεσταλμένος του Κυρίου να μετρώ τα βήματα που κάνεις για να σου δοθεί ακέραιος της υπομονής ο μισθός, αποκρίθηκε εκείνος κι έγινε άφαντος.
Τόση δύναμη έδωσαν στον ερημίτη μας τα λόγια του Αγγέλου που όχι μόνο κοντά στην πηγή δεν πήγε να κατοικήσει, μα άλλη καλύβα έφτιαξε βαθύτερα στην έρημο, για να βαδίζει άλλα τόσα μίλια.
Μια φορά ο Γέροντας τον άκουσε να μονολογεί δίνοντας θάρρος στον εαυτό του:
-Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, για τ' αγαθά που μου έχεις δώσει. Πόσοι συνάνθρωποί μου αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στις φυλακές αλυσοδεμένοι ή με τα πόδια περασμένα στο τιμωρητικό ξύλο και δεν μπορούν να κάνουν την παραμικρή κίνηση; Ενώ εγώ ξαπλώνω τα πόδια μου και ξεκουράζομαι σαν βασιλιάς.
-Δεν τρώνε το πρωί οι Μοναχοί, είπε στον εαυτό του. Ας περιμένω τουλάχιστον ως την τρίτη ώρα.
Σαν έφτασε η τρίτη ανέβαλε ως την έκτη. Όταν κι η έκτη πλησίαζε, έβρεξε τα παξιμάδια του κι είπε στο λογισμό του:
-Κάνε λίγη υπομονή, δε θ' αργήσει κι η ενάτη.
Όταν πια έφτασε η δύση του ηλίου, σηκώθηκε να προσευχηθεί για να καθίσει στο τραπέζι. Είδε τότε την ενέργεια του σατανά, που από το πρωί του είχε φέρει πείνα, σαν βρωμερός καπνός, από το στόμα του. Παρευθύς ελευθερώθηκα από την επιθυμία. Και φυσικά δεν έφαγε.
Εκείνος που για ένα διάστημα αγωνίζεται και κοπιάζει πέρα από το μέτρο κι ύστερα πέφτει σε αμέλεια κι αρχίζει πάλι εντατικό αγώνα και γρήγορα ατονεί, ποτέ δεν θα αποκτήσει υπομονή. Απ' αυτόν μην περιμένεις ποτέ πρόοδο.
-Ποιος είσαι συ; τον ρώτησε.
-Εκείνος που σε βγάζει από δω. Και να 'μαι πάλι έτοιμος να πορευθώ εκεί που σκοπεύεις να καταφύγεις.
Ήταν ο διάβολος που επεχείρησε να τον διώξει, αλλά δεν το κατόρθωσε γιατί ο Αδελφός έμεινε, ύστερα απ' αυτό, στο κελί του κι αγωνίστηκε με υπομονή, έως ότου νίκησε τους πειρασμούς.
-Μου λέει ο λογισμός, Αββά, να σηκωθώ να φύγω από το κελί μου, γιατί και που κάθομαι σ' αυτό δεν κατορθώνω τίποτα.
-Απάντησέ του, τον συμβούλεψε ο διακριτικός Γέροντας, πως για χάρη του Χριστού, θα μείνω σ' αυτό σ' όλη μου τη ζωή και θα φυλάω τους τέσσερις τοίχους.
-Μήπως για το αξίωμα πήρες από μένα τη χάρη σου, Κύριε; Έλεγε με δάκρυα στην προσευχή του.
Τότε ο Θεός του αποκάλυψε πως τον καιρό που αγωνιζόταν μόνος στην έρημο, του έδινε μεγαλύτερη ενίσχυση για να μη πέσει σε ακηδία. Στον κόσμο που είχε την παρηγοριά των ανθρώπων τον άφηνε να παλεύει μόνος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου